Για άλλους ονομάζεται ανωριμότητα, για κάποιους αποτελεί κατάκτηση, ωστόσο είναι υπέροχο να μπορείς να κάνεις ό,τι σου καπνίσει χωρίς τις συνέπειες. Ειδικά για καλλιτέχνες που έχουν καταφέρει να συγκαταλέγονται στις «αδυναμίες» του κοινού, με αποτέλεσμα να τους συγχωρούνται σχετικά εύκολα οι παρασπονδίες και οι παραφωνίες (ενώ άλλοι κρίνονται και επικρίνονται για την παραμικρή απόκλιση).
Ο David Lynch βρίσκεται κάπου στη μέση. Υπάρχει δηλαδή φανατικό κοινό, το οποίο τον στηρίζει από την εποχή του Eraserhead (1977) μέχρι και σήμερα, υπάρχει και κόσμος που αποχωρεί βρίζοντας από τις προβολές των ταινιών του. Ο ίδιος πάντως παραμένει –στα 67 του– ένα παιδί (ή έστω έφηβος) το οποίο θέλει να παίζει και να προκαλεί με το σκηνοθετικό, το εικαστικό και το μουσικό του έργο, έχοντας πλέον την πολυτέλεια να το κάνει.
Η επεισοδιακή κυκλοφορία του Dark Night Of The Soul των Danger Mouse & Sparklehorse (Mark Linkous) το 2010, στάθηκε η αφορμή για να προσέξει το ευρύ κοινό τον Lynch όχι πλέον ως σκηνοθέτη, μα και ως έναν καλλιτέχνη ο οποίος ξεφεύγει από τα όρια της κάμερας και βγαίνει να περπατήσει πάνω στις νότες. Όμως, οι πιστοί ακόλουθοι του Αμερικανού σκηνοθέτη γνώριζαν καλά ότι μετρούσε τα πρώτα του βήματα στον ήχο ήδη από τότε που η Julee Cruise κυκλοφορούσε το Floating Into The Night (1989), υπογράφοντας την παραγωγή του άλμπουμ μα και τους στίχους, γραμμένους πάνω στη μουσική του καλού του φίλου και συνεργάτη Angelo Badalamenti. Έκτοτε, με τους δικούς του χαλαρούς ρυθμούς, ο Lynch ασχολήθηκε με την παραγωγή και τη σύνθεση σε διάφορα projects, μέχρι που το 2011 παρουσίασε το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ Crazy Clown Time, με επίτιμη προσκεκλημένη την Karen O των Yeah Yeah Yeahs. Και φέτος μπήκε ξανά στο στούντιο με τον πιστό του συνεργάτη επί των ήχων, Dean Hurley, για τη δημιουργία του δεύτερου σόλο δίσκου του.
Λούπες, κιθάρες και σίνθια, trip hop ένταση, κλειστοφοβικές ροκίζουσες ατμόσφαιρες που παραπέμπουν σε νύχτες γεμάτες αλκοόλ και καμένα μυαλά, ριπές από ηλεκτρικά μπλουζ –με τον βρώμικο τρόπο του Tom Waits αλλά και των ZZ Top (εδώ σε κατάσταση αποδόμησης)– riffs τα οποία σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι σου σαν μπαλτάς, αργοσβήνοντας έπειτα στα ξερά χτυπήματα ενός drum machine, παραμορφωμένες rockabilly στιγμές και ερωτικά μπλουζ που σέρνουν μαζί τους μια υποβόσκουσα απειλή, χάρη στην έξυπνη χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων τα οποία χρωματίζουν άλλοτε το όνειρο κι άλλοτε τον εφιάλτη.
Η φωνή του Lynch λεπτή, σπασμένη και αποδοσμένη με παραμόρφωση και μπόλικο echo, λειτουργεί σαν παραφωνία, που δεν διασπά ωστόσο μα δένει το σύνολο του Big Dream. Μια μονότονη φωνή, η οποία μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα ενός ταραγμένου μυαλού ή του υποσυνειδήτου, οδηγώντας σε υπνωτιστικά πέρα από τη μουσική, στη σκοτεινή πλευρά όσων πραγμάτων προσπαθείς να ξεχάσεις.
Μέσα σε αυτά τα τοπία βρίσκουμε και τα φωνητικά της Lykke Li (“I'm Waiting Here”), αλλά και τον Bob Dylan –όχι αυτοπροσώπως φυσικά– μέσω της διασκευής στο “The Ballad Of Hollis Brown”. Ο τρόπος με τον οποίον ο Lynch χειρίζεται εδώ το τραγούδι του Dylan είναι ενδεικτικός της προσέγγισής του στη μουσική της νεότητάς του: μέσα στο εργαστήρι του τρελού επιστήμονα των ήχων, η σύνθεση μεταμορφώνεται και αλλάζει κατεύθυνση, μεταπηδώντας από την καθαρή folk στα πειραγμένα μπλουζ, με τη χρήση μπόλικης τεχνολογίας και ηλεκτρονικών στοιχείων και με κεντρικό άξονα τα βαριά, σερνάμενα ντραμς και μια ηλεκτρική κιθάρα που ρίχνει από το παρασκήνιο τις δικές της βλοσυρές ματιές, όσο η φωνή του Lynch νιαουρίζει –ναι, περισσότερο από τον Dylan– τους στίχους σαν πρωινή προσευχή στο προαύλιο του σχολείου.
O David Lynch δουλεύει με εικόνες. Αυτό έχει μάθει, αυτό ξέρει, αυτό του βγαίνει πρώτα. Στο Big Dream, λοιπόν, φτιάχνει με μαεστρία εικόνες δυνατές, αλλά και προβλέψιμες ως προς την ατμόσφαιρά τους. Σύμμαχός του στο δεύτερο τούτο άλμπουμ –θέλοντας και μη– είναι η θητεία του στον κινηματογράφο, αφού οι περισσότεροι έχουν δει έστω και μία ταινία του. To Big Dream είναι μια δουλειά που για ορισμένους θα λειτουργήσει ως ένα ταξίδι μέσα στη νύχτα (του μυαλού), σε άλλους θα φανεί ως ένα προβλέψιμο και ελαφρώς εφετζίδικο οδοιπορικό, ενώ μερικοί θα το θεωρήσουν soundtrack για μια ταινία που ακόμα δεν έχει γυριστεί.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο δίσκος μπορεί να γίνει εύκολα το μουσικό φόντο ενός σύγχρονου αστικού τοπίου: περιέχει τη δέουσα νοσηρότητα που αρκετοί από εμάς βιώνουμε κι έτσι η μουσική του μπορεί να σε πάρει μαζί της• όχι στη φωτεινή, αλλά στην αποκρουστική πλευρά της καθημερινότητας…
{youtube}3SpG7C4vHZQ{/youtube}