Σαν μία λούπα καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται στο διηνεκές, αν δεν παρεμβληθεί εκ νέου ανθρώπινο χέρι: κάπως έτσι μου φαίνεται η ιστορία με τους Placebo. Και το ανθρώπινο χέρι δεν φαίνεται να έχει σκοπό να επέμβει. Ή, τέλος πάντων, όταν το κάνει, η επέμβαση αποδεικνύεται τόσο επιφανειακή, ώστε επηρεάζει μόνο τις δευτερεύουσες απολήξεις του ήχου τους και ποτέ την πραγματική του φυσιολογία, τους σκοπούς ή τα βασικά δομικά συστατικά.

Ως γνωστόν βέβαια, η ίδια πραγματικότητα αποκτά εντελώς διαφορετικό νόημα ανάλογα με την οπτική του καθενός επί των πραγμάτων. Υποθέτω έτσι πως αυτή ακριβώς η επιμονή των Placebo αποτελεί για μερικούς και την πηγή της απόλαυσης· την ερμηνεύουν ίσως ως δείγμα «συνέπειας» του συγκροτήματος, τόσο απέναντι στον ήχο του, όσο και απέναντι στις επιθυμίες του κοινού. Ή ακόμα και ως «αντίσταση» απέναντι στις διαθέσεις του ανέμου της μόδας –πράγμα που είναι μάλλον χειρότερο, καθώς παίρνει διαστάσεις ψευδαισθητικές. Για άλλους πάλι η ίδια επιμονή δείχνει απλώς νωθρότητα, στασιμότητα και την αδυναμία/ατολμία των Placebo να επαναπροσδιορίσουν τις συνισταμένες του ήχου τους· δείχνουν με άλλα λόγια ένα συγκρότημα ανήμπορο να αφουγκραστεί κάτι έξω από τον δικό του περίκλειστο μουσικό κώδικα, το οποίο απλώς αρκείται στο να μιμείται τον ίδιο του τον εαυτό.

(Και) το Loud Like Love μένει πεισματικά κεντραρισμένο στα όσα κατέκτησαν οι Βρετανοί στα τρία πρώτα άλμπουμ, αναμεμειγμένα μεταξύ τους στις λίγες και ήδη δεδομένες παραλλαγές. Μόνο που πλέον, έπειτα από σχεδόν 20 χρόνια στο κουρμπέτι, τα συστατικά που κάποτε τους χάρισαν την επιτυχία έχουν κι εκείνα κουραστεί να γυρίζουν γύρω από τον ίδιο πάντοτε άξονα. Το άλμπουμ εμφανίζεται έτσι ξέπνοο, άδειο από ιδέες που να μπορούν να ανανεώσουν το στίγμα της μπάντας έστω και στο ελάχιστο, σε αντίθεση με το αμέσως προηγούμενο Battle Of The Sun –το οποίο μπορεί να μην αποτέλεσε τη «φυγή προς τα εμπρός», τουλάχιστον όμως διέθετε ψήγματα καλλιτεχνικής ανησυχίας.

Συν τοις άλλοις, αυτή η έβδομη στούντιο δουλειά της τριάδας υπό τον Brian Molko δεν περιέχει ούτε καν τα άλλοθι παρελθόντων δίσκων. Δύο-τρία δυνατά και μεστά singles δηλαδή, τα οποία μπορούσαν να ισορροπήσουν τη στασιμότητα, δίνοντας βάση στο επιχείρημα ότι, εφόσον οι Placebo μπορούν να γράφουν τραγούδια όπως το “Meds” ή το “Bitter End”, η επανάληψη τρόπων και μεθόδων έχει ακόμα κάποιο νόημα. Εδώ, αντιθέτως, τα δύο κομμάτια που έχουν αναλάβει τον ρόλο του single –το ομώνυμο και το “Too Many Friends”– κρίνονται κατώτερα του μετρίου. Το μεν πρώτο γιατί απλώς ακολουθεί βασικές συνταγές δόμησης ενός τυπικού Placebo τραγουδιού, αλλά χωρίς να βρίσκει την ελάχιστη έστω δυναμική (χώρια οι μονότονοι, μονολεκτικοί και εν τέλει κουραστικοί λαρυγγισμοί του Molko, οι οποίοι δημιουργούν ένα άνευ πρακτικού νοήματος δεύτερο ρεφρέν)• το δε δεύτερο γιατί καταπιάνεται με το ζήτημα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της εικονικής πραγματικότητας που αυτά δημιουργούν με έναν τρόπο σχεδόν παιδαριώδη. Κοντά τους τοποθετούνται και οι (τουλάχιστον) ατυχείς στιχοπλοκίες του “Rob The Bank”, όπου –μεταξύ άλλων– ακούμε κενολογίες του στυλ: «rob a bank/then pick your nose».

Κάποιες όμορφες μελωδίες διασώζουν ορισμένα άλλα κομμάτια, αν και από μόνες τους σπανίως αρκούν για να κάνουν ένα τραγούδι αξιομνημόνευτο. Συμβάλλουν ωστόσο στις ελάχιστες καλές στιγμές του δίσκου: το “Exit Wounds” λ.χ. είναι μάλλον ό,τι πιο αξιόλογο έχει να επιδείξει το Loud Like Love, το “Begin The End” εμπεριέχει –τηρουμένων των αναλογιών– έναν κάποιον λυρισμό, ενώ το “Hold On To Me” βρίσκει τα απαραίτητα ενορχηστρωτικά τρικάκια ώστε να αποκτήσει ένα μίνιμουμ ενδιαφέροντος.

Συνολικά, πάντως, το Loud Like Love κινείται σε πολύ ρηχά νερά. Πρόκειται για δίσκο άνευρο και χωρίς την ικανότητα να διεγείρει, που επαναλαμβάνει μηχανικά τρόπους του παρελθόντος, γενόμενος κάτι σαν μια καρικατούρα του τελευταίου. Μοιραία, αποτελεί πιθανότατα ό,τι πιο ανιαρό έχουν μέχρι τώρα κυκλοφορήσει οι Placebo.

 

{youtube}hKLONjkiL1c{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured