Σημάδια βαθιά χαρακωμένα στη σάρκα, στη μνήμη μα και στην ψυχή, ως υπενθύμιση του δισταγμού εκείνου που αποσόβησε το μοιραίο. Η εύθραυστη ψυχολογία και η βασανισμένη ύπαρξη του παρολίγον αυτόχειρα∙ η γεμάτη ανακούφιση(;) ματιά στο παρελθόν του ανθρώπου που πάλεψε με τους δαίμονές του και βγήκε νικητής∙ ο επίπονος δρόμος προς την κάθαρση. Όλα τα παραπάνω λειτουργούν ως κεντρική ιδέα της δισκογραφικής επιστροφής του Trent Reznor με το παροπλισμένο εδώ και χρόνια μα πάντοτε βασικό μουσικό του όχημα, τους Nine Inch Nails. Αν μη τι άλλο, θεματικά συνεπής ο κύριος Reznor: δεν επιφύλαξε πολλές εκπλήξεις ως προς την ταυτότητα του Hesitation Marks, ως ατόφιου ΝΙΝ προϊόντος.
Από καιρό 2008 και μετά, οπότε και έσκασε το δωρεάν (και απεχθές στον υπογράφοντα) The Slip, το διαρκώς μεταβαλλόμενο industrial rock σχήμα σώπασε για τα καλά, έτσι ώστε να ασχοληθεί ο Reznor με δύο soundtrack για λογαριασμό του David Fincher, για τις ταινίες The Social Network (κριτική εδώ) και The Girl With The Dragon Tattoo (κριτική εδώ), αλλά και με ένα νέο μουσικό σχήμα –τους How To Destroy Angels (κριτική εδώ), όπου και παραχώρησε το ρόλο της μπροστάρισας στην υπέροχη σύζυγό του, Mariqueen Maandig. Σε κάθε ένα από τα παραπάνω βήματα, κοινή συνισταμένη υπήρξε η παρουσία του συνήθη υπόπτου Atticus Ross στο πλευρό του, σε μια πορεία η οποία κορυφώθηκε με ένα Όσκαρ (για το Social Network, σε μια ομολογουμένως σπάνια επίδειξη ανοιχτού μυαλού από πλευράς Ακαδημίας).
O Ross παραμένει ως συνεργάτης και στο Hesitation Marks, καθώς αναλαμβάνει την παραγωγή παρέα με τον Alan Moulder, ενώ το πολύ ενδιαφέρον και ποικιλόμορφο artwork που συνοδεύει τις διάφορες εκδόσεις του δίσκου επιμελήθηκε ένας παλιός γνώριμος του Reznor (από καιρό The Downward Spiral), o Russel Mills. Με δύο διαφορετικά mastering να κυκλοφορούν στην αγορά, το Standard/Loud & το Audiophile, το μόνο σίγουρο είναι πως το παρόν δισκογράφημα θα ικανοποιήσει με το παραπάνω και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Σε συνδυασμό δε με την επάνοδο του Reznor στις τάξεις μιας μεγάλης δισκογραφικής, όπως είναι η Columbia, γίνεται παραπάνω από εμφανής –σε όλα τα παράπλευρα της μουσικής στοιχεία– η στόχευση του τελευταίου στο μεγάλο comeback, τόσο δισκογραφικά όσο και συναυλιακά.
Όσον αφορά τώρα στο μεδούλι αυτής της επανόδου, δηλαδή στα 14 κομμάτια που αποτελούν τον καινούριο δίσκο, μπορεί να μην κρύβουν τρανταχτές εκπλήξεις έτσι όπως κινούνται σε γνώριμα electro-rock ηχητικά πεδία, συγκροτούν όμως ένα δυναμικό σύνολο, που δεν απογοητεύει. “Copy Of A”, “Came Back Haunted”, “All Time Low”, “Everything”, “Satellite” είναι όλα κομματάρες και αποτελούν την κεντρική άτρακτο η οποία στηρίζει τη συνδεσμολογία με τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου. Ο ίδιος ο Reznor δεν διστάζει άλλωστε να παραδεχθεί εξ αρχής πως «I am just a copy of a copy of a copy / Everything I say has come before / I am just a shadow of a shadow of a shadow/ Always trying to catch up with myself», σοφά αποποιούμενος τον ρόλο του καλλιτέχνη που επανεφευρίσκει τον εαυτό του. Αντιθέτως αρμολογεί και παραθέτει προσεκτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που του χάρισαν την αίγλη του πρόσφατου παρελθόντος ως ηγέτη του (post)industrial ιδιώματος –πριν ακόμα έρθει η εποχή που θα περπατούσε στο κόκκινο χαλί με σμόκιν, στον δρόμο για το χρυσό αγαλματίδιο.
Στέκει λοιπόν το Hesitation Marks ψηλά στην ιεραρχία των στούντιο άλμπουμ των Nine Inch Nails, ως το καλύτερό τους από τα ’00s και δώθε (μαζί με το Year Zero), ακόμα κι αν χαρακτηρίζεται από μειωμένα επίπεδα αδρεναλίνης και επιθετικότητας. Κυρίως γιατί συνδέει θαυμάσια το παρόν του γκρουπ με το παρελθόν, ως φυσική προέκταση μιας πορείας που θαρρείς ότι δεν διακόπηκε ποτέ. Και, παρότι παραπατάει εδώ κι εκεί, διατηρεί ακέραια όσα χαρακτηριστικά κρατούν τον (μετριασμένα οργισμένο πλέον) Reznor συναφή με την εποχή την οποία διανύουμε. Αν μόνο επιχειρούσε κανά-δυο κόλπα παραπάνω, όπως π.χ. αυτό που εκτελεί με τη slide κιθάρα και το σαξόφωνο στη διπλή σύνθεση που κλείνει τον δίσκο, ίσως να είχε και το οχταράκι της βαθμολογίας στο τσεπάκι. Ως έχει όμως, θα αρκεστεί λιγάκι πιο χαμηλά...
{youtube}1RN6pT3zL44{/youtube}