Εκ προοιμίου δημιουργούνται προσδοκίες. Από τη μία η προσωπικότητα ενός σχήματος με αποδεδειγμένα ευρυγώνια σκέψη, με πολυσχιδή και περιπετειώδη γραφή• ένα σχήμα που διακρίνεται για την ευκολία με την οποία καλύπτει μουσικές αποστάσεις. Από την άλλη, οι αντικειμενικές δυνατότητες που προσφέρει μια συμφωνική ορχήστρα σε επίπεδο ενορχήστρωσης και λεπτομερειακής διαβάθμισης ηχητικών αποχρώσεων. Δυνητικά, η σύμπραξη των Jaga Jazzist με τη Britten Sinfonia θα μπορούσε να οδηγήσει οπουδήποτε.
Σχηματίζεται ωστόσο –κάπως πιο αθόρυβα– και μια απορία: πόσο πληρέστερος να γίνει δηλαδή ένας ήδη πλούσιος ήχος; Θέλω να πω, οι Jaga Jazzist από μόνοι τους είναι εννέα νοματαίοι, οι περισσότεροι μάλιστα εκ των οποίων έχουν την ευχέρεια να μετακινούνται μεταξύ οργάνων –η οργανική τους ύλη μοιάζει ήδη πλήρης· κιθάρες υπάρχουν, πληκτροφόρα υπάρχουν, τύμπανα και κρουστά (ιδιόφωνα ή μη) υπάρχουν, αρκετά πνευστά επίσης. Μήπως λοιπόν τούτη η θάλασσα των 35 συνολικά μουσικών είναι κομματάκι υπερβολική; Μια εξτραβαγκάντσα στα όρια του βερμπαλισμού;
Σημειωτέον, δεν έχουμε να κάνουμε με νέες δημιουργίες, οπότε και η ζύμωση με όλες αυτές τις πιθανότητες θα μπορούσε να συμβεί στην πηγή. Μιλούμε για επανεκτελέσεις συνθέσεων από τη δισκογραφία των Jaga Jazzist (τέσσερις από το One-Armed Bandit, δύο από το What We Must, μία από το Styx και μόνο μία μέχρι πρότινος ακυκλοφόρητη), άρα για την προσαρμογή των πιθανοτήτων πάνω σε έναν ήδη διαμορφωμένο μπούσουλα. Μαζί με τις προσδοκίες, μοιάζουν έτσι να θέτονται και τα όρια.
Αυτά τα όρια όμως είναι (εδώ που τα λέμε) κάπως ρευστά. Διότι σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται μια δυναμική ικανή να παραμερίσει τη σύγκριση πρωτοτύπου/επανεκτέλεσης και επομένως να στρέψει το ενδιαφέρον –άρα και τους όρους της αποτίμησης– αποκλειστικά στις νέες σχέσεις που εγκαθιδρύονται στην παρούσα σύμπραξη. Παράδειγμα το “One-Armed Bandit”, το οποίο εμφανίζεται εδώ σε μία 15λεπτη εκδοχή και, παράλληλα με το αναγνωρίσιμο κείμενο, αναπτύσσει μία εντελώς δική του λογική. Το μπάσιμο γίνεται με τους όρους της συμφωνικής, ενώ από τα 35 όργανα μένουν αργότερα στην επιφάνεια μόνο δύο: το μπάσο κλαρινέτο του Lars Horntveth και το τρομπόνι του Erik Johannessen, το οποίο πραγματοποιεί ένα εξαιρετικό γραμμικό σόλο. Ή, τέλος, όταν μετά τις προγεγραμμένες κορυφώσεις, προστίθεται άλλη μία –με το σόλο του Horntveth, ο οποίος εντωμεταξύ έχει μεταπηδήσει στο τενόρο σαξόφωνο.
Ακόμα όμως και όταν οι παρεκκλίσεις επί του αρχικού κειμένου είναι ισχνότερες, ο γενικός κανόνας παραμένει σε ισχύ: η Britten Sinfonia χαρίζει στους Jaga Jazzist πιο αιχμηρά και γι' αυτό πιο διεισδυτικά εκφραστικά εργαλεία, κάνοντας τις εξάρσεις πιο κοφτερές, τους τονισμούς πιο ακριβείς και πιο μεστούς και τις δομικές υφέσεις να καταδύονται σε μεγαλύτερο βάθος. Κοντολογίς, τα πολλά επίπεδα της μουσικής των Νορβηγών εδώ νοηματοδοτούνται πληρέστερα και διεξοδικότερα. Μέσα σ’ όλα, το μεταμοντέρνο αποτύπωμά τους στρέφεται εύστοχα προς τον (νεο-) κλασικισμό, με την υποδειγματική ενορχήστρωση –εν πολλοίς έργο του Lars Horntveth– να παίζει ευνοήτως σημαντικό ρόλο στην όλη επιτυχία.
Παρ' όλα αυτά, ίσως ο πιο απαιτητικός ακροατής να σκεφτεί πως το πράγμα θα μπορούσε να έχει προχωρήσει και παραπέρα. Θα μπορούσε, ας πούμε, αυτή η νέα οργανική δομή να διαρρήξει βαθύτερα τη φυσιολογία των συνθέσεων, το «οντολογικό είναι» τους· να αναδομήσει περισσότερο ριζικά. Πέραν όμως από τέτοιες (ή άλλες) προεκτάσεις, στο τέλος σημασία έχει το τι είναι η μουσική και όχι τόσο το τι θα μπορούσε να είναι. Και τα 67 λεπτά του δίσκου προσφέρουν αρκετά πράγματα για να σταθεί κανείς, εν τέλει φανερώνοντας (με τα όποια μικρά ποιοτικά σκαμπανεβάσματα) μια εξαιρετική στιγμή στη σχεδόν εικοσαετή πορεία των Jaga Jazzist, ικανή από μόνη της να αποτελέσει σημείο αναφοράς.
{youtube}yArd182I3aU{/youtube}