Θα μπορούσα μόνο να περιγράψω το τι (περίπου) συμβαίνει στο ντεμπούτο των Alvaret Ensemble και πάλι να δικαιολογούσα την εκτίμηση που του τρέφω. Αλλά μου φαίνεται δύσκολο να περιγραφεί ο συναισθηματικός πλούτος της μουσικής τους, οι τρόποι λειτουργίας της και το πώς βρίσκει δίοδο προς το θυμοειδές τμήμα της αντίληψής σου με μια απλή αναφορά σε τεχνοτροπίες, είδη, υποείδη και λοιπές χωροταξικές διευθετήσεις.
Το ξέρω, οδεύω ολοταχώς προς αυτό το χιλιοειπωμένο «δύσκολα μπορούν οι λέξεις να περιγράψουν». Ωστόσο εδώ υπάρχει ξεκάθαρη η επίδραση μιας δύναμης: μολονότι δυσκολεύομαι να την ορίσω, την αισθάνομαι να μορφώνεται μέσα σε αντηχήσεις, απόηχους, ψιθύρους και σιωπές. Και τούτα τα τελευταία μετατρέπονται (σταδιακά) σε δομικά συστατικά στοιχεία της μουσικής των Alvaret Ensemble, σε στοιχεία που της προσδίδουν επιπλέον υπόσταση• θαρρείς ανεξάρτητη από τις νότες από τις οποίες προήλθαν. Σημειώστε επίσης πως ο δίσκος ηχογραφήθηκε στην εκκλησία Grunewald του Βερολίνου και ότι οι οκτώ μουσικοί εκμεταλλεύονται περίφημα την υπέροχη ακουστική της.
Είναι βεβαίως και η ίδια η μουσική (ως μορφή) που βοηθάει: αυτή η αργοκίνητη εναλλαγή φράσεων, η οποία δίνει στις νότες όλον τον χρόνο για να αναπτυχθούν, να διαχυθούν στον χώρο και να αποκτήσουν την υπόσταση που υπονοήθηκε παραπάνω. Είναι όμως κι αυτό το αλάνθαστο μουρμουρητό, που σε κάνει να ταυτίζεσαι με λέξεις, αν και δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για τη σημασία τους –είναι γραμμένες στη γλώσσα των Φριζίων, εθνοτικής ομάδας στα παράλια της Βόρειας Θάλασσας (κατοικούν διασκορπισμένοι σε Ολλανδία, Γερμανία και Δανία). Ακούς δηλαδή την τραχύτητα της εκφοράς τους και τη δραματικότητα την οποία αποκτούν, δημιουργώντας το ιδανικό περιβάλλον ώστε να τοποθετήσεις πάνω τους τα νοήματα που εσύ, ως ακροατής, επιθυμείς να προσδώσεις. Κι ύστερα διαβάζεις και τον πρώτο στίχο (ή ακριβέστερα τη μετάφρασή του στα αγγλικά), μπας και σου παρέχεται έτοιμο και το σημασιολογικό πλαίσιο: «Look right through you/See it all come back». Τόμπολα…
Και τότε αρχίζει το θέμα να γίνεται προσωπικό. Βλέπεις τις πόρτες να ξεκλειδώνονται τη μια μετά την άλλη, να έρχονται στην επιφάνεια πράγματα, σκέψεις και συναισθήματα, που –αφελώς– είχες θεωρήσει καλά κρυμμένα. Αν κάτι έχει λοιπόν η μουσική των Alvaret Ensemble είναι η ικανότητα να γίνεται ενδοσκοπική· τόσο ως προς τον ίδιο της τον εαυτό (έτσι όπως αφήνονται διαρκώς χαραμάδες στις δομές της), όσο και με τα ερεθίσματα που σου παρέχει και το πώς σου μεταφέρει το ακέραιο της συναισθηματικής της έντασης, δίχως να αναλώνεται σε ανέξοδους/άσκοπους συναισθηματισμούς.
Τούτα συμβαίνουν ταυτόχρονα με την εύστοχη τοποθέτηση των Alvaret Ensemble στη συγχρονικότητα. Πιάνονται από στοιχεία μιας συγκεκριμένης «νεοκλασικής» λογικής, που δεν κομπάζει για την ευφράδεια του λυρισμού της (μολονότι διαθέτει κάμποσο), μα για τους διαύλους επικοινωνίας που μπορεί να εγκαταστήσει με το ambient, τη σύγχρονη ηλεκτρακουστική μουσική ή με ιδιώματα όπως την επονομαζόμενη «σκοτεινή/doom τζαζ». Άλλωστε ο καθένας από τους συμμετέχοντες στους Alvaret Ensemble (οι οποίοι είναι περισσότερο μια συνάντηση μουσικών, παρά συγκρότημα με την αυστηρή έννοια του όρου) καταθέτει στην υπηρεσία του συνόλου την ήδη διαμορφωμένη του μουσική προσωπικότητα, η οποία κι έχει προέλθει από τριβή με τα παραπάνω ενδιάμεσα σημεία.
Πάρτε τον κεντρικό πυρήνα –το κουαρτέτο του πιανίστα Greg Haines, του κρουστού Sytze Pruiksma και των αδελφών Romke & Jan Kleefstra (σε κιθάρα ο μεν, σε ποίηση και απαγγελία ο δε). Συγκρίνετε αυτόν τον δίσκο με τις προσωπικές τους δουλειές ή με την πληθώρα των συνεργασιών τους (σε πολλές από τις οποίες αναμιγνύονται σε διαφορετικούς συνδυασμούς αρκετοί από τους παρόντες) και θα δείτε ότι εδώ έχουμε μια καλοδουλεμένη κοινή συνισταμένη· έναν κοινό τόπο, όπου η προσωπικότητα του καθενός αφήνεται να ανθήσει. Προσθέστε κι ένα ακόμα κουαρτέτο συνεργαζομένων (τον Peter Broderick και την Iden Reinhart –αμφότεροι σε βιολί– την Hilary Jeffery στο τρομπόνι και τον Martyn Heyne στο εκκλησιαστικό όργανο), όπως επίσης και το γεγονός ότι το όλο πρότζεκτ ηχογραφήθηκε υπό την επίβλεψη του Nils Frahm. Ίσως η εικόνα να δείχνει τώρα κάπως πληρέστερη.
Όλα αυτά δημιουργούν έναν μουσικό διάλογο αργοκίνητο μα την ίδια στιγμή ισότιμο, μεστό και αρκετά ευφυή ώστε να οδηγεί σε κάμποσους εκφραστικούς διαδρόμους, με σταθερή την προσήλωση προς το δραματικό του ύφους. Έναν διάλογο που ενώνει τις αντηχήσεις της μιας του φράσης με την ατάκα της επομένης, ώστε να αναδειχθεί μια πλούσια συναισθηματική δυναμική, η οποία καθίσταται καίρια και διαυγής. Κι έτσι, όπως με μαεστρία μπλέκεται η κίνηση με την ακινησία, να δημιουργεί εσωτερική και βραδυφλεγή ένταση, που ίσως φτάνει να υπερκαλύπτει την καθαρή μουσική αξία. Αλλά πάλι, μήπως τούτη η ένταση δεν αποτελεί κομμάτι αναπόσπαστο αυτής της αξίας;
{youtube}7C1Ldl2yOz8{/youtube}