Πάντοτε είχα τα θέματά μου με τα live albums. Διότι, στη θεωρία, μπορεί να προσπαθούν να σε μεταφέρουν νοητά στη συναυλία ενός αγαπημένου καλλιτέχνη, αλλά στην πράξη σπάνια το κατόρθωναν. Τουλάχιστον επί προσωπικού, έμενα έτσι με δίσκους γεμάτους εκτελέσεις κομματιών κατώτερων (συνήθως) των ήδη στουντιακών εκδοχών τους, που προϋπήρχαν στη δισκοθήκη μου. Δικαίως βέβαια θα ρωτούσε κανείς «γιατί τότε πηγαίνεις σε συναυλίες, εφόσον θεωρείς τις ζωντανές εκτελέσεις χαμηλότερου επιπέδου από τις στουντιακές»; Το να είσαι όμως παρών σε έναν συναυλιακό χώρο βλέποντας μια αγαπημένη σου μπάντα να παίζει ζωντανά τη μουσική που σου αρέσει, μοιραζόμενος την εμπειρία με τους υπόλοιπους παρευρισκομένους και αισθανόμενος μέρος ενός όλου, είναι κάτι πέραν λογικής εξηγήσεως.
Περνώντας πάντως στο Octane Twisted, να δηλώσω ότι ευθύς εξ αρχής κέρδισε το δικαίωμα για επαναλαμβανόμενες ακροάσεις. Και το κέρδισε για αρκετούς λόγους: για τις καθ’ όλα άρτιες εκτελέσεις, για το γεγονός πως δεν είχα ακούσει το τελευταίο άλμπουμ των Porcupine Tree (The Incident, 2010), το οποίο παίζεται εξ ολοκλήρου στο πρώτο από τα δύο CD της έκδοσης, αλλά και για τη γενικότερη ατμοσφαιρική παύλα ταξιδιάρικη φύση της μουσικής των Βρετανών. Κυρίως όμως γιατί το Octane Twisted είχε τον τρόπο να σε μεταφέρει «εκεί», υποχρεώνοντάς με να αναθεωρήσω το προσωπικό μου (μπορεί και λανθασμένο) κριτήριο περί ζωντανών και στουντιακών ηχογραφήσεων: μέσα στο ακροατήριο, περιτριγυρισμένο από κόσμο, με τον καπνό να έχει περικυκλώσει τη σκηνή, τα φώτα να χρωματίζουν τον περιβάλλοντα χώρο και τα ηχεία να σε βομβαρδίζουν με κιθαριστικές παραμορφώσεις, μελαγχολικά πλήκτρα και μ' ένα μπάσο-οδηγό. Το άλμπουμ καταφέρνει να τοποθετήσει μπροστά σου τον Steven Wilson ενώ «ερωτοτροπεί» με την κιθάρα του, ζωγραφίζοντας ακόμα και τους μορφασμούς του προσώπου του, όσο το υπόλοιπο σχήμα απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα.
Το δεύτερο μέρος του Octane Twisted είναι μια συλλογή από ζωντανές ηχογραφήσεις γνωστών και αγαπημένων τραγουδιών από τη δισκογραφία της μπάντας συν ένα από τα κομμάτια του bonus CD του The Incident, το οποίο λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος με το πρώτο μέρος. Δίνει έτσι μια εικόνα του πώς ηχεί η μπάντα και εκτός ενός κεντρικού concept, προσθέτοντας στην εξίσωση τον παράγοντα της εξοικείωσης και της ενεργοποιημένης μνήμης, ιδίως με κομμάτια σαν τα "Hatesong" και "Stars Die".
Προς μεγάλη μου λοιπόν έκπληξη, το Octane Twisted των Porcupine Tree κατάφερε να μετατρέψει σε προτερήματα πράγματα που για μένα προσωπικά αποτελούσαν πάντα turn-off. Αν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο σε έναν δύσπιστο ως προς τα διπλά, live άλμπουμ φανταστείτε πόσο έχει στο τσεπάκι έναν ακροατή δίχως ενστάσεις αυτού του είδους...
{youtube}1n9JgUizq8M{/youtube}