Ας αρχίσουμε με τα νούμερα: το Advaitic Songs είναι ο πέμπτος στούντιο δίσκος για τους Om και ο δεύτερος όπου το μπάσο του Al Cinseros πλαισιώνεται από τα ντραμς του Emil Amos (γνωστός επίσης και από τους Grails) και όχι από αυτά του Chris Hakius. Είναι επίσης ο τρίτος όπου στο εξώφυλλο εικονοποιείται η τάση τους προς τη θρησκευτική και μεταφυσική αναζήτηση, μια τάση η οποία εννοείται πως δεν μένει στα εξώφυλλα και στην εικονογράφηση, αλλά υπό μία έννοια τείνει να καθορίζει τη συνολική κατεύθυνση του υβριδικού τους ήχου.
Αναφέρομαι κυρίως στην εσωτερικότητα που αποπνέει η μουσική των Om, ήδη από δισκογραφικό τους ξεκίνημα (2005), αλλά εντονότερα όσο πλησιάζουμε στο σήμερα. Σε αυτά τα επαναληπτικά μοτίβα με τον αργόσυρτο βηματισμό, τα οποία σταδιακά ανοίγονται περισσότερο σε μελωδίες και αρώματα που δείχνουν (ευθέως ή εμμέσως) προς λατρευτικούς τόπους –ερχόμενα σε αντιστοιχία με τους στίχους του Cinseros, οι οποίοι βρίθουν από αναφορές σε διάφορες θρησκείες και δόγματα. Συν τω χρόνω, οι Om εστιάζουν λιγότερο στις stoner/doom καταβολές τους και φλερτάρουν περισσότερο με έναν δικό τους, ιδιόμορφο θρησκευτικό μυστικισμό.
Το Advaitic Songs σημαδεύει αυτή τη μεταστροφή στη λογική των Om ακόμα πιο έντονα και από την προηγούμενη δουλειά τους (το God Is Good) και κατά κάποιο τρόπο την ολοκληρώνει. Ο ήχος τους σπανίως πλέον βασίζεται στις παραμορφώσεις (μόνον το “State Of No Return” στέκει ως υπενθύμιση του παρελθόντος), δεν αγωνιά να γεμίσει τους χώρους και ψάχνει την ισορροπία του μεταξύ μιας σχεδόν διάφανης ψυχεδέλειας και δρόμων που δείχνουν προς την Ανατολή. Επιπλέον, οι συνθέσεις μπορεί ακόμα να βασίζονται στον ρυθμικό τους κορμό (μπάσο/τύμπανα), αποκτούν όμως μια πιο πλούσια ενορχήστρωση: τσέλο, βιολί, φλάουτο καθώς και ινδουιστικά (κυρίως) κρουστά (tabla) και έγχορδα (tampura) διαδραματίζουν έναν σαφέστατα πιο ενεργό ρόλο συγκριτικά με το God Is Good (όπου πρωτοδοκιμάστηκε αυτό το ορχηστρικό άνοιγμα), προσφέροντας ορισμένες βαρύνουσες εκφραστικές διεξόδους. Στο Advaitic Songs η μουσική των Om φαίνεται ανοικτή σε περισσότερα ερεθίσματα και γίνεται περισσότερο πλουραλιστική (ή λιγότερο μονολιθική –όπως το πάρει κανείς), διατηρώντας την όποια στοχαστική της ικανότητα.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, οι θρησκευτικές αναφορές γίνονται άμεσες: τον δίσκο ανοίγει ένα μάντρα τραγουδισμένο από τη σαγηνευτική φωνή της Kate Ramsey, αργότερα στην εισαγωγή του “Sinai” το κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή αναδύεται μέσα από τα λεπτά drones, ενώ στην καταληκτική σύνθεση (“Haqq Al-Yaqin”) το τραγούδι του Cinseros καταλήγει σε κάτι που μοιάζει με ψαλμωδία. Η μουσική των Om εξακολουθεί να κοιτάει βαθιά στον ίδιο της τον εαυτό και το Advaitic Songs προικίζεται με ορισμένες στιγμές εξαιρετικής διαύγειας.
Στον αντίποδα, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως οι Om δεν βρίσκουν επαρκή τρόπο να αντικαταστήσουν την ενέργεια και τη δυναμική που χάνεται από την αλλαγή στην πλεύση τους. Ή ότι Cinseros & Amos δεν έχουν ακόμα καταφέρει να αναπτύξουν την πληρότητα της σχέσης μπάσου και ντραμς που είχε ο Cinseros με τον Hakius (σημειώστε πάντως πως το τελευταίο ζευγάρι, εκτός των Om, έπαιζε μαζί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο stoner σχήμα των Sleep). Ή ακόμα ότι κάποιες ιδέες που υπάρχουν στον δίσκο τραβούν σε μάκρος περισσότερο απ’ όσο αντέχουν. Όλα αυτά έχουν μια κάποια δόση αλήθειας, όμως αν βάλουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα στο ζύγι, θα δούμε ότι τα πρώτα υπερτερούν με χαρακτηριστική ευκολία.
Μπορεί το Advaitic Songs να μην είναι η κορυφαία δουλειά των Om· ίσως να λείπει αυτό το κάτι παραπάνω που χρειάζεται για να ανυψωθεί εκεί. Αλλά οι Om πιστοποιούν ότι βρίσκονται εν κινήσει και το βήμα που κάνουν δεν είναι ούτε μικρό, ούτε αμελητέο. Αφήστε που στο μεγαλύτερο μέρος του (πέρα δηλαδή από τα επιμέρους ζητήματα που εμφανίζονται) ο δίσκος είναι απολαυστικός και εν τέλει βρίσκει τρόπους να επιβάλει τους όρους του.
{youtube}gipaOj4HlxA{/youtube}