Ο Mads, ο Casper και ο Rasmus (γιατί από το 2011 οι Efterklang λειτουργούν ως τρίο) έκαναν πραγματικά τα αδύνατα δυνατά για να πάψω να τους αγνοώ. Δεν είχα τίποτα με τα παλικάρια, μη με παρεξηγείτε –από τους αξιόλογους και συνεπείς του indie pop στερεώματος τους θεωρώ. Η μουσική τους ωστόσο δεν βάδισε ποτέ, τρία άλμπουμ τώρα, προς την υπέρβαση μιας ενδοκοινοτικής indie ιδιοσυγκρασίας που στον κόσμο τον δικό μου τρώει εύκολες τρικλοποδιές από τη φλωριά και κάπου καταλήγει κουβάρι μαζί της. Ορίστε, το είπα και ξαλάφρωσα.
Ναι, αλλά να σηκώνονται να πάνε στα απόμερα Σβάλμπαρντ (Σπιτσβέργη) του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού, τόπο που πάντα ονειρευόμουν να επισκεφθώ; Και να αράζουν εκεί, στο επιβλητικά οριακό πεδίο της εγκαταλειμμένης Pyramiden (παλιού οικισμού Ρώσων μεταλλωρύχων στα νησιά και πλέον πόλη-φάντασμα) μαζεύοντας field recordings για ένα νέο άλμπουμ;; Και να μου το παρουσιάζουν μετά στην Αυστραλία με ολόκληρο Budgie να τους συνοδεύει στα τύμπανα (Siouxsie & The Banshees, και ξέρετε τώρα τι γίνεται με τις παλιές αγάπες); Φλώροι φλώροι, μια χαρά μου την έφεραν... Ένιωσα λοιπόν ενστικτωδώς ότι όφειλα να αναζητήσω το Piramida. Ότι αυτή τη φορά οι Efterklang μπορεί να είχαν φτιάξει ένα άλμπουμ (και) για μένα. Και η διαίσθηση αποδείχθηκε σωστή.
Ξέρω ότι όσοι αγάπησαν τους Efterklang με το Tripper (2004) μάλλον θρηνούν για την απουσία εκείνου του κολεκτιβιστικού χαρακτήρα, που ευφυώς συνέδεε ενορχηστρωτικά τα κλασικότροπα έγχορδα με τις πάγιες indie ευαισθησίες. Ό,τι ήταν τότε κολεκτιβιστικό, πλέον είναι αρτίστικο. Κι αυτό, ομολογουμένως, δημιουργεί αποστάσεις. Το κατανοώ• όμως η μουσική δεν πρέπει να κρίνεται με βάση το αν εξυπηρετεί ή όχι τις ανάγκες της χι, ψι κοινότητας. Όχι μόνο έτσι, τουλάχιστον.
Οι Efterklang του Piramida εκπλήσσουν περισσότερο, αξιοποιώντας ωραία όσα field recordings μάζεψαν στον Αρκτικό κύκλο: δεν τα έβαλαν στις συνθέσεις για να ανατρέψουν τον χαρακτήρα και τα δεδομένα τους, γενόμενοι ξαφνικά πειραματιστές, μα για να πλουτίσουν τα όσα ήδη είχαν –τσεκάρετε τα "Hollow Mountain", "Black Summer" και "Sedna". Τα άπλωσαν λοιπόν σαν τραχανά και τα άφησαν να προσθέσουν ένα κάποιο βάθος, μια υφή, μια απροσδιόριστη νοστιμιά, μια βαθύτερη ανάσα στα ηχητικά πεδία της μπάντας. Κι αυτό μ' αρέσει, γιατί η «ανατροπή» (ως επιδίωξη) δεν πρέπει να συνδυάζεται με την απουσία χαρακτήρα. Τσεκάροντας επίσης τους guests, βρίσκεις ανάμεσά τους τον Nils Frahm και τον Peter Broderick, ένα πιάνο δηλαδή κι ένα βιολί που έχουν διακριθεί πέρα από τις συμβάσεις μιας δεσπόζουσας βιρτουοζιτέ.
Οπωσδήποτε οι Efterklang μπορούσαν να το πάνε και παραπέρα: η αφοσίωσή τους στη λυρική, δραματική μπαλάντα-συγγενή των Arcade Fire και των Grizzly Bear τούτου του κόσμου ίσως να κρίνεται ως υπερβολική, από εμένα τουλάχιστον, που δεν είμαι (και τόσο) φίλα προσκείμενος. Όμως ο Casper έχει γράψει πολύ ωραίους στίχους για το γκρι του χωρισμού/αποχωρισμού, για εκείνες τις νύχτες που δυο ψυχές δεν βρήκαν καταφύγιο. Δημιουργώντας έτσι ένα ενδιαφέρον αντίβαρο, σε ένα είδος μουσικής το οποίο δεν φημίζεται για την προσοχή του στο λεκτικό κομμάτι.
Κι αυτό προσθέτει τελικά σε έναν δίσκο που και μετέρχεται της indie παρακαταθήκης με σκανδιναβική σοβαρότητα, και συναισθηματικό εκτόπισμα διαθέτει. Τα υπόλοιπα ας συζητηθούν μέχρι εξαντλήσεως στα εν Ελλάδι στέκια όσων ήταν κάποτε (στα 1980s, 1990s) νιοι και γέρασαν και έχουν έτσι αρχίσει να κάνουν όσα κάποτε κορόιδευαν, προσδοκώντας σε κουρασμένα reunions τύπου Stone Roses και επαινώντας «νέες» μπάντες που απλά αναπαράγουν εύηχα αυτά που άκουγαν τότε...
{youtube}Qwgs5R97X4M{/youtube}