Αν και ο συγκεκριμένος δίσκος ανήκει πασιφανώς στο κλασικό ρεπερτόριο, τα όσα έχεις να συζητήσεις γι’ αυτόν έχουν τελικά να κάνουν με το πώς προσλαμβάνεις και αποδίδεις την υπόθεση ποπ. Γιατί ποπ μπορεί να είναι η Adele με τον Χατζηγιάννη, αλλά ποπ μπορεί επίσης να είναι ο Βιβάλντι ή ο Henry Purcell. Σκέψου το στάτους των Τεσσάρων Εποχών στους δικούς μας καιρούς. Κι αν είσαι 30άρης+, θυμάσαι την εμμονή του Klaus Nomi με τον  Purcell; Αξίζει μάλιστα να συζητήσουμε κάποια στιγμή κατά πόσο μπορούμε να ανακατασκευάσουμε τον τελευταίο ως έναν Andrew Lloyd Webber του εγγλέζικου μπαρόκ, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και των τριών περίπου αιώνων που χωρίζουν τους δύο συνθέτες.

Με τη συζήτηση περί της εισβολής της ποπ στα κλασικά χωράφια να έχει ξανανάψει τελευταία –όπως έχει εκδηλωθεί με φαινόμενα τύπου Vanessa Mae/Andrea Bocelli/Μάριου Φραγκούλη ή με φωτογραφίσεις και εξώφυλλα ξένα προς την παραδοσιακή σοβαρότητα του συγκεκριμένου ρεπερτορίου– τέτοιες ισορροπίες γίνονται εξαιρετικά λεπτές. Όμως οι Γερμανοί συντελεστές αυτής της ηχογράφησης διαθέτουν το μεγάλο προτέρημα της αντίληψης του τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν με ένα δεδομένο υλικό. Και, καθ’ οδόν, παίρνουν και μερικές δύσκολες μα αναγκαίες ίσως αποφάσεις: να μην ευχαριστήσουν τους πιουρίστες, μα να φτιάξουν μια δουλειά αντιπροσωπευτική του λόγιου και του παραδοσιακού μουσικού κόσμου της μπαρόκ Βρετανίας, γεφυρώνοντάς τον με μια πιο οικεία σε μας αίσθηση του «δημοφιλούς».   

Έτσι, η Lautten Compagney Berlin (σε διεύθυνση Wolfgang Katschner) επιλέγει να αποκτήσει κάμποσες ελευθερίες σε θέματα ενορχήστρωσης, επιτρέποντας την είσοδο κρουστών και εγχόρδων σε σημεία αρκετά ως πολύ ασυνήθιστα για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Το μαθημένο στην «ορθοδοξία» αυτί θα πάθει λοιπόν ένα μικρό σοκ στην πρώτη επαφή, αν ωστόσο έχει την οξύνοια να βγάλει τη σχετική μαρμελάδα (της γνωστής ρήσης) θα θαυμάσει, πιστεύω, το στιλ αυτής της βερολινέζικης ορχήστρας, μα και τη βιρτουοζιτέ των σολίστ της. Τολμώντας τον παραλληλισμό, θα έλεγα πως σουινγκάρουν.

Η πρωταγωνίστρια επίσης του Love’s Madness, η σοπράνο Dorothée Mields, αποδεικνύεται μια ικανή και πολυπρόσωπη ερμηνεύτρια. Αβρή και χαριτωμένη στα πιο ελαφριά τραγούδια, ζωηρή και καθημερινή στις πιο folk στιγμές, απόκοσμη και στιβαρή όταν το κλίμα βαραίνει, η Mields σε κερδίζει στα περισσότερα σημεία, κάνοντας τα 75 λεπτά διάρκειας να φαίνονται λιγότερα. Αν κάτι της ξέφυγε αισθητά, είναι νομίζω η Διδώ, η βασίλισσα της Καρχηδόνας: στην περίφημη άρια του Purcell “When I Am Laid In Earth” (τη γνωστή ως “Dido’s Lament”) χάνει αδικαιολόγητα την ένταση και τον σπαραγμό των –καθοριστικών– στίχων «remember me, remember me, but ah! forget my fate». Λεπτομέρειες επίσης της ηχογράφησης την αδικούν, γιατί κατά σημεία χάνεις λέξεις στην ηχώ.

Συνολικά πάντως, χωρίς να κομίζονται τίποτα γλαύκες εις Αθήνας, εδώ φρεσκάρεται επιτυχώς ένα άξιο ρεπερτόριο, με τρόπο που να μπορεί να επικοινωνήσει (σχετικά) άνετα ακόμα και με ένα αμύητο σε τέτοια ακούσματα αυτί. 

{youtube}Xnr506CujE4{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured