Το 1987/1988 η Κάιλι ήταν μια ξανθούλα 20άρα που άφηνε τη σαπουνόπερα για το τραγούδι και ενορχηστρωνόταν σε παγκόσμια ποπ σταρλέτα από τους δαιμόνιους Stock, Aitken & Waterman, διασκευάζοντας το "Locomotion" (της Little Eva) και τραγουδώντας το "I Should Be So Lucky". 24 χρόνια μετά –κι ενώ τους παλιούς της μέντορες τους αναγνωρίζουν πια μόνο οι 35+ ακροατές– είναι ένα από τα βαριά χαρτιά της αγγλοσαξονικής ποπ, όνομα από εκείνα που όπως λέμε αγαπούν «κοινό και κριτικοί». Μια ντίβα με τα όλα της, που έχει κατά καιρούς χορέψει ακόμα και τους πιο αχόρευτους από μας και έχει αναγορευτεί και σε gay icon. Κάτι προφανώς έκανε καλά, ειδικά αν σκεφτείς ότι μιλάμε για μια τραγουδίστρια χωρίς σπουδαία φωνητικά προσόντα.
Αυτά τα 25 χρόνια δράσης γιορτάζει στο Abbey Road Sessions η Kylie Minogue, διαλέγοντας στιγμές από όλο το φάσμα της καριέρας της –από εκείνο το "Locomotion" που τα ξεκίνησε όλα μέχρι το φετινό νέο single "Flower"– και ξανατραγουδώντας τις, από το μετερίζι όμως των 44 της χρόνων, συνοδεία μιας ορχήστρας 22 ατόμων. Μοιάζει ως μωροφιλοδοξία, αλλά σταθείτε λίγο και σκεφτείτε το: πού αλλού μπορεί να πάει μια ποπ σταρ στην ηλικία της Minogue, η οποία το ξέρει ότι δεν την παίρνει να κάνει τη Madonna (εδώ δεν παίρνει την ίδια πια); Λαμβάνοντας υπ' όψιν πως ό,τι αποκαλούμε «ποπ μουσική» –ως είδος, όχι ως δείκτη λαοφιλίας– δεν είναι παρά μια διαρκώς εκσυγχρονιζόμενη εκδοχή του προπολεμικού ελαφρού τραγουδιού, μοιάζει πολύ φυσικό ότι μεγαλώνοντας –και επιβιώνοντας– ένας ερμηνευτής θα επιστρέψει εκεί. Σε μια πιο μεσήλικη δηλαδή εκδοχή, με περισσότερα έγχορδα και ενορχηστρωτικό βάθος, όπου πια ο διαπιστευμένος ποπ σταρ θα πρέπει να πείσει για την ικανότητά του να ερμηνεύσει επικεφαλής μιας ορχήστρας με αχνές (ή λιγότερο αχνές) κλασικότροπες καταβολές.
Σας μπούχτισα στην ποπ θεωρία, ίσως πείτε, ωστόσο η επιτυχία της Kylie Minogue στο εν λόγω άλμπουμ έγκειται ακριβώς στο ότι καταλαβαίνει πώς κινείται η ποπ και αντιλαμβάνεται τι απαιτεί ο νέος της ρόλος, φέρνοντάς τον σε πέρας με τρόπο αληθινά αξιοθαύμαστο. Δεν θέλω να πω με κάτι τέτοιο ότι το Abbey Road Sessions είναι στο σύνολό του ενδιαφέρον και επιτυχημένο (δεν είναι), η εικόνα όμως που επικρατεί είναι συχνά υποδειγματική, τόσο στο τι πρέπει να κάνει η μουσική, όσο και στο τι καλείται να πράξει η ερμηνεύτρια. Σε αντίθεση δηλαδή με άλλα παρόμοια εγχειρήματα (από τον ροκ κυρίως κόσμο), όπου οι φιλαρμονικές και τα βιολιά αρκούνται στον ρόλο του αλατοπίπερου, εδώ το υλικό της Minogue έχει αναθεωρηθεί ενορχηστρωτικά ώστε να ταιριάζει στα δεδομένα μιας ελαφράς ορχήστρας. Κι αν πάντα ήξερες ότι το "Confide In Me" θα μπορούσε εύκολα να αναπλαστεί σε κάτι τέτοιο ή αν υποψιαζόσουν ότι το "Where The Wild Roses Grow" –όπου έρχεται να συνδράμει ξανά φωνητικά ο Nick Cave– ήταν ικανό να βγει και ως μια απογυμνωμένα θλιμμένη μπαλάντα της ελισαβετιανής Αγγλίας, μένεις με το στόμα ανοιχτό στο πόσο εύστοχα μπορεί να αποκτήσει έναν πιο «κλασικό» χαρακτήρα το "On A Night Like This", το "Finer Feelings", ακόμα και τα "Locomotion" και "Can't Get You Out Of My Head".
Αλλά πάνω από όλα, λάμπει η ίδια η Κάιλι. Γιατί, έστω και με το δεδομένο φωνητικό εύρος, βγαίνει θαρραλέα μπροστά, μεταμορφώνεται σε ενδοσκοπική ερμηνεύτρια και τραγουδάει με τσαχπινιά μα και με ζεστασιά, με προσεκτικές παύσεις και τραβήγματα, με τον αέρα γενικά μιας βοκαλίστριας που θα ορκιζόσουν πως είχε άλλη καλλιτεχνική πορεία τα τελευταία 20 χρόνια και ανδρώθηκε μακριά από τις ευκολίες του mainstream. Αυτή της η ικανότητα προς μεταμόρφωση δεν μπορεί να είναι τρικ, δεν είναι αποτέλεσμα του κάθομαι και τα λέω με το επιτελείο μου στην ΕΜΙ και βγάζω ένα θεατράλε προσωπείο: ίσα-ίσα, δεν υπάρχει τίποτα θεατρικό σε αυτές τις ερμηνείες. Παρά μόνο η αλήθεια μιας γυναίκας η καριέρα της οποίας έκανε απλά σμπαράλια τον ελιτισμό των ροκ και αβαν-γκαρντ μουσικοκριτικών των 1980s και 1990s, όσων προφήτευαν ότι «σε 10 χρόνια δεν θα τη θυμάται κανείς»...
{youtube}ELjdTCrq0HQ{/youtube}