Ωδή στον μινιμαλισμό, μέρος δεύτερο. Με κάμποσες επιρροές από «club music» –όπως η ίδια η μπάντα χαρακτήρισε τις πρόσφατες μουσικές αναζητήσεις της– και σε απόλυτη ισορροπία με το λεπτεπίλεπτο μελωδικό χαλί που συνεπάγεται το όνομα των ΧΧ, το Coexist έρχεται να εδραιώσει τη θέση των Άγγλων στη συνείδηση όχι μόνο όσων αγκάλιασαν το ντεμπούτο τους (XX, 2009), αλλά ακόμα και στους περισσότερο σκεπτικούς μουσικόφιλους.

Oliver Sim & Romy Madley-Croft συνυπάρχουν αβίαστα σε ένα θελκτικό μεταξύ τους φλερτ, με τις φωνές τους να αιωρούνται πάνω από τις αραχνοϋφαντες μελωδίες που προσεκτικά λαξεύουν σε κιθάρες και μη, χωρίς λεπτό να ηχούν παράταιροι με τη διττή ατμοσφαιρικότητα που αποπνέει ο νέος τους δίσκος. Σαν το απαλό και ιριδίζον αποτέλεσμα της συνύπαρξης νερού και πετρελαίου το οποίο διακρίνεται μέσα στο εμβληματικό Χ του artwork –δύο στοιχείων αρνούμενων να ενωθούν λόγω της διαφορετικής χημικής τους σύστασης, που τα καθιστά ασύμβατα μεταξύ τους. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με το πρωταγωνιστικό δίδυμο των XX δηλαδή: απλά συνυπάρχουν, δημιουργώντας όμως κάτι ξεχωριστό και όμορφο.

Ηχούν λοιπόν ωσάν δροσοσταλίδες μέσα στην καταχνιά λονδρέζικου πρωινού οι 11 νέες συνθέσεις του γκρουπ, προσηλυτίζοντας ακόμα κι έναν σχετικό αρνητή της πρώτης τους προσπάθειας (ή μήπως του δυσανάλογου hype πίσω από αυτήν;), όπως συμβαίνει να είναι ο υποφαινόμενος:
«...το ΧΧ αποτελεί μία άσκηση ύφους σε ένα εντελώς μινιμάλ πεδίο έκφρασης, όπου ο εντυπωσιασμός δεν αποτελεί άμεση αντίδραση για τον ακροατή, αλλά φυσικό και σταδιακό αποτέλεσμα. Απαλές μελωδίες, βασικά ρυθμικά μέρη, σκοτεινή ατμόσφαιρα και μελαγχολική διάθεση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής της μπάντας...»
Κάπως έτσι είχα υποδεχθεί προ τριετίας το ντεμπούτο των XX, αντιτιθέμενος ωστόσο βαθμολογικά στη συντριπτική πλειοψηφία του μουσικού τύπου με το να του αποδώσω το αξιοπρεπές-προς-καλό 6αράκι (στο οποίο ακόμα και σήμερα εμμένω, για να ξηγιόμαστε). Παρά τα βραβεία Mercury και τις άλλες συναφείς αποδώσεις τιμών, τις οποίες είχε απολαύσει το (τότε) κουαρτέτο.

Ακριβώς τα ίδια λόγια θα μπορούσα να παραθέσω για να περιγράψω και το Coexist, κάτι που αποδεικνύει πως η κεντρική συνθετική άτρακτος και το ύφος των XX παραμένει αναλλοίωτο. Μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα ηχούν διαφορετικά, πιο εξελιγμένα. Λεπτοβελονιές τα τσιμπήματα της κιθάρας της δεσποινίδος Croft, σε αντιδιαστολή με το ζεστό μπάσο του Sim, με τα ηλεκτρονικά του Jamie Smith να λειτουργούν ως συνδετικός κρίκος: προσφέροντας όχι μόνο ένα απόλυτα ταιριαστό ρυθμικό υπόβαθρο, μα κι ένα post-dubstep πεδίο δράσης για να ανθίσουν οι συναισθηματικές, προσωπικές στιχουργικές καταθέσεις του βασικού διδύμου.

Κι όλα αυτά τοποθετημένα με συναίσθηση και αυτοσυγκράτηση στο λιτό γκουρμέ πιάτο ενός σχεδόν 40λεπτου Coexist, δίνοντας έμφαση στις παύσεις και στα διαλείμματα του ήχου, κεντώντας νοσταλγικές ερωτικές στιγμές στον χωροχρόνο, με την πλατωνική αθωότητα να ανυψώνει τον ερωτισμό του δίσκου πέρα από τις εκφραστικές ευκολίες του (πολυφορεμένου στην ποπ κουλτούρα) σαρκικού πάθους. Εδώ έχουν τα καρδιοχτύπια τον πρώτο λόγο και αρκεί κανείς να ακούσει τραγούδια όπως το "Reunion" και το "Missing" για να το συνειδητοποιήσει και να αφήσει τον εαυτό του να αγαλλιάσει, αφουγκραζόμενος τις δύο αυτές ρομαντικές ψυχές να εξομολογούνται εν μέσω παράλληλων μονολόγων.

Η ίδια λοιπόν υφολογική προσέγγιση, ειδωμένη μέσα από μια ακόμα πιο λιτή (αλλά ποτέ βαρετή) εκφραστική δίοδο, υποβασταζόμενη από μια άψογη μίξη ηλεκτρονικών και κρουστών ρυθμικών εργαλείων, σε συνδυασμό με μια γοητευτική διακριτικότητα, είναι τα στοιχεία που τοποθετούν το Coexist σε θέση ισχύος απέναντι στον βραβευμένο προκάτοχό του.

{youtube}Xc-oGWPlFVA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured