Η Pink είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, σχεδόν μια ανωμαλία, στην ποπ κουλτούρα της τελευταίας δεκαετίας. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που, ενώ έχει ενταχθεί, απευθύνεται και παίζει για μαζικά ακροατήρια, δεν φοβάται να τα «χώσει» στον οποιοδήποτε στο μικρόφωνο, να δείξει τον χαρακτήρα της, να προβάλει τις αρετές αλλά και τις αδυναμίες της, να μιλήσει ανοιχτά για συναισθήματα είτε ευχάριστα, είτε όχι και τόσο για τον μέσο ακροατή. Εν τέλει να φανεί αληθινή και όχι μία ακόμα προκατασκευασμένη ντίβα προορισμένη να μας τραγουδάει για αγάπες και έρωτες με καθωσπρεπισμό και περισσή ποσότητα σιροπιού, σαν να μην υπάρχει οτιδήποτε άλλο στη ζωή ενός ανθρώπου.

Από τον προηγούμενο δίσκο της, το Funhouse του 2008, μεσολάβησαν (εκτός από 4 χρόνια) η γέννηση του παιδιού της, μια μεταφορά στο μητρικό label της επί χρόνια δισκογραφικής της (η οποία κατέρρευσε), 4 ταινίες και μια greatest hits συλλογή. Από νέο υλικό το κοινό είχε λάβει μόλις 3 καινούρια τραγούδια, ως συμπλήρωμα στο προαναφερθέν πακέτο επιτυχιών. Από πλευράς ποσοτικής ανταποδοτικότητας, λοιπόν, οι φίλοι της πρώην ροζ-ομάλλας θα φύγουν ικανοποιημένοι από το The Truth About Love με τα 17 tracks. Τι γίνεται όμως από πλευράς ποιότητας; Και είναι απαραίτητα καλό το τόσο μεγάλο νούμερο κομματιών;

Η αλήθεια είναι ότι η Pink δεν τα πάει και πολύ καλά εδώ. Ως προς την ποιότητα, αντιμετωπίζουμε ένα εμφανές πρόβλημα εσωτερικού διχασμού: από τη μία, συναντάμε τα γνωστά power pop μανιφέστα της, με τα επιθετικής και τσαμπουκαλεμένης φύσης φωνητικά να αρπάζουν τα τραγούδια από τα μαλλιά υποστηριζόμενα από ποπ πινελιές και φασαριόζικες κιθάρες στο προσκήνιο. Καλή και δοκιμασμένη η συνταγή, πλην όμως –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– η ποιότητα της τραγουδοποιίας δεν αγγίζει προηγούμενες (και πιο επιτυχημένες) προσπάθειες. Από την άλλη, το άλμπουμ κάνει ένα άνοιγμα σε πιανιστικές μπαλάντες με έμφαση στις φωνητικές δυνατότητες. Θα απέφερε ίσως καρπούς κάτι τέτοιο αν οι συνθέσεις ήταν πιο εμπνευσμένες, αλλά και αν η όλη προσωπικότητα της Pink δεν ήταν κατασκευασμένη (μέχρι στιγμής) ως το ακριβώς αντίθετο αυτού. Διότι φωνητικά την ικανότητα να φέρει τέτοιες απόπειρες εις πέρας σίγουρα τις έχει. Πλην όμως, σε τραγούδια π.χ. όπως το "Just Give Me A Reason", ακούμε μπαλάντες που θα μπορούσαν να προέρχονται από το άλμπουμ οποιασδήποτε τραγουδίστριας ξεπήδησε από το American Idol. Σαφώς όχι αυτό που θα περίμενες να βρεις σε έναν δίσκο της Pink, δηλαδή.

Γενικά, λοιπόν, οι συνθέσεις του The Truth About Love δεν βοηθάνε την Pink να διαμορφώσει ένα επαρκές σύνολο από ποπ δυναμίτες. Φταίει όμως και η προαναφερθείσα ποσότητα των 17 τραγουδιών, καθώς κάνει ακόμα και τα όντως αξιόλογα κομμάτια (σαν τα δύο που ανοίγουν τον δίσκο) να χάνονται στο παρασκήνιο όσο προχωράει το άλμπουμ. Σου μένει έτσι μια αίσθηση συνολικής μετριότητας. Όταν μάλιστα σου προσφέρει τραγούδια σαν το "My Signature Move" –όπου για πρώτη φορά τη βλέπεις να προσπαθεί να ακολουθήσει τις σύγχρονες ανταγωνίστριές της (ρίχτε μια δοκιμαστική ακρόαση και θα ορκιζόσαστε ότι ακούτε Katy Perry)– τότε καταλαβαίνεις πως το παιχνίδι έχει χαθεί. 

Στην καλύτερη περίπτωση, το The Truth About Love ηχεί σαν ένας δίσκος που απλά δεν καταφέρνει να προσφέρει στην Pink το κατάλληλο ηχητικό υπόβαθρο ώστε να διαπρέψει. Στη χειρότερη, καταφέρνει να την παρουσιάσει ως ανίκανη πια να ηγηθεί των εξελίξεων, στρογγυλοκαθισμένη καθώς βρίσκεται πλέον στον ρόλο του συνοδηγού παύλα ακολουθητή.

 

{youtube}3jNlIGDRkvQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured