Έπειτα από εννέα χρόνια δισκογραφικής απραξίας, οι ZZ Top προσλαμβάνουν τον Rick Rubin για παραγωγό, υπογράφουν στην εταιρεία του και ξεκινούν τον νέο τους δίσκο διασκευάζοντας το hip hop κομμάτι του DJ DMD “25 Lighters” (μετονομάζεται εδώ σε “I Gotsta Get Paid”). Εκ πρώτης όψεως, και στεκόμενος στη σημειολογία, σου περνούν σκέψεις ότι οι παλιόγεροι μπορεί και να το εννοούν και ο τίτλος να μην είναι σχηματικός, αλλά να τείνει (το δυνατόν) στην κυριολεξία του. Μόλις πατήσεις το play, βεβαίως, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν: οι ZZ Top γράφουν για το μέλλον μόνο στην περίπτωση που τελικά μέλλον είναι το παρελθόν μας.

Εννοείται πως δεν περίμενα να ακούσω τους ZZ Top να «πιάνουν τον σφυγμό της εποχής». Δεν το έκαναν άλλοτε, θα το κάνουν τώρα στα γεράματα; Η παραπάνω συμμαχία δυνάμεων, ωστόσο, διατηρεί το ενδιαφέρον της δεδομένου ότι το χέρι του Rubin δεν είναι από όσα περνούν και δεν ακουμπούν. Έχοντας τη φήμη του «παραγωγού που μπορεί» (κατά το πρόσφατο σλόγκαν της παράταξης της απαγκίστρωσης και των κόκκινων γραμμών), επιχειρεί να αναπαλαιώσει το στίγμα του τρίο των Gibbons/Hill/Beard.

Η προσφορά του, έτσι όπως τη βλέπω να διαμορφώνεται στο πέρασμα των ακουσμάτων, συνίσταται στην ανάδειξη ενός σχεδόν αρχέγονου groove εαυτού. Όχι ότι οι ZZ Top περίμεναν τον Rubin για κάτι τέτοιο... Αν μην τι άλλο, αν κάτι έχουν να συνεισφέρουν ακόμα, είναι αυτό που ανέκαθεν έκαναν καλύτερα: αυτό το ιδιαίτερο κράμα μπλουζ τεχνικών και αγνής (τεξανικής) ροκ εν ρολ πρακτικής, το οποίο παρήγαγε κατά περίπτωση θανατερές γκρούβες. Αυτό που εννοώ εδώ είναι ότι ο Rubin, ψάχνοντας τρόπο ώστε να κάνει τους γερόλυκους να ακούγονται (σχεδόν) σύγχρονοι, βάζει στο ηχητικό επίκεντρο τη –σμιλεμένη από τον σαρανταετή ροκ βίο– φωνή του Billy Gibbons και δίνει έναν επιπλέον τσαμπουκά στις χαμηλές συχνότητες για να τις παντρέψει με αυτό το εκφραστικό βαρύτονο όργανο. Διατηρώντας τη λιτή συλλογιστική του, προσπαθεί –τηρουμένων όλων των αναλογιών– να δώσει στους ZZ Top του La Futura μια οσμή από τις σύγχρονες sludge μυρουδιές.

Το πρώτο κακό στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Rubin τσιτώνει τις εντάσεις στο mastering, εντυπώνοντας μεν μία ζωντανή δυναμική, κάνοντας όμως παράλληλα τις συχνότητες να ξεφεύγουν από το επίπεδο του «ζεστές» και να φαίνονται επιθετικές, διαφορετικές –πιθανώς– από ό,τι πραγματικά είναι. Ναι, ούτως ή άλλως δεν θα προσέτρεχα στο γρεζιαρισμένο ροκ εν ρολ των ZZ Top αν βρισκόμουν στα πρόθυρα πονοκεφάλου, η συγκεκριμένη όμως τεχνική του ανεβάζω-τα-πάντα-στο-κόκκινο μάλλον δεν προσφέρεται για πάσα νόσο (το αν προσφέρεται εν τέλει για κάποια, παραμένει συζητήσιμο).

Το δεύτερο έχει να κάνει με τους ίδιους τους ZZ Top. Δέχομαι ότι ο ήχος-trademark που έχουν καθιερώσει εδώ και δεκαετίες έχει ακόμα και σήμερα λόγο ύπαρξης, κυρίως γιατί εκφέρεται αβίαστα, στοχευμένα και με τσαγανό. Δίχως πολλά-πολλά, οι Τεξανοί είχαν πάντα τον τρόπο τους για να εκπέμπουν ενέργεια. Το La Futura επομένως διαθέτει ορισμένες στιγμές στις οποίες δείχνουν τα δόντια τους (λ.χ. τα “I Gotsta Get Paid”, “Chartreuse”, “I Don’t Wanna Lose, Lose, You” ή σημεία του “It’s Too Easy Manana”), έχει όμως κι άλλες, όπου το αποτέλεσμα γίνεται πλαδαρό, χάνει την όποια οξύτητά του και καταλήγει λογικά σε χασμουρητά.

Για τις πρώτες πάντως στιγμές, το La Futura αξίζει ένα βλέφαρο. Αν και νομίζω πως, λόγω της φύσης του δίσκου, οι μεν παλαιότεροι ακόλουθοι θα δυσανασχετήσουν γρήγορα με το χέρι του Rubin, αναπολώντας τις παλιές χρυσές –και εν προκειμένω αξεπέραστες– εποχές, οι δε ανυποψίαστοι εξίσου γρήγορα θα κολλήσουν την ταμπέλα του αναχρονιστικού (και άρα αδιάφορου). Όπως όμως συμβαίνει συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση...

{youtube}kaIZWjItReI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured