Για να έχω πρόχειρο κάτι να βγάλω προς τιμήν της συνολικής ηχογραφίας του καλλιτέχνη, κυκλοφορώ και με γαμήλιο καπέλο Βρετανής δούκισσας –με αραχνοΰφαντο πέπλο, τη μισή νεκρή φύση απάνω κι όλα του τα παραφερνάλια σε φουλ μεγαλείο. Μεταξύ άλλων και για το γεγονός πως κατάλαβε νωρίς ότι τα τετραγωνικά της κρεβατοκάμαρας είναι περιορισμένα και ότι το λάπτοπ εντός της είναι φτιαγμένο μόνο για έναν. Όχι γιατί σε επίπεδο ηχητικού σήματος κάνουν μεγάλη διαφορά οι χειρώνακτες που προσήλθαν πλάι του στην πορεία, αλλά γιατί όλοι τους δύνανται να συνεισφέρουν το μεγαλείο της στιγμής τους ανά πάσα στιγμή και ώρα. Κι όσες κορυφές και να κατακτήσει η τεχνολογία του ήχου, τούτη πιθανότατα δεν θα την πατήσει ποτέ. Παρεκτός και προλάβουμε να ζήσουμε την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, αν και πάλι δεν είμαι καθόλου σίγουρος…
Για το δε Until The Quiet Comes ως το νέο δισκογραφικό συγκεκριμένο του Flying Lotus, μάλλον θα βολευόμουν με μια κοφτή κλίση της κεφαλής, ως ένδειξη στοχευμένου θαυμασμού. Διότι καθαρά σε επίπεδο ήχου πιθανώς πρόκειται για το αριστούργημά του –νομίζω κάπου το διάβασα, τυχαίνει να συμφωνώ. Όλες οι ιδέες του ανδρός, απ’ τη μέρα 1983 μέχρι και το αναγεννησιακό Cosmogramma, αποτυπωμένες τόσο ιδανικά, στα όρια του μη πιστευτού: χωροθεσία, ισορροπία, ανάδραση, βιωσιμότητα, απτότητα, ελαστικότητα, ο ήχος αποκτά έμβιες ιδιότητες διαχωριζόμενος πλήρως απ’ την τετραγωνισμένη λογική ακόμα και των κορυφαίων εξασκητών του προσωπικού υπολογιστή. Κι ας μην σπεύσουμε να απλοποιήσουμε θεωρώντας όλα ετούτα, τα περί ήχου, αμιγώς τεχνικά χαρακτηριστικά που αφορούν μονάχα κάποιους ειδικούς: όταν είναι άρρηκτα και εξ ορισμού συνδεδεμένα με το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα μπορούν να ειδωθούν υπό ένα αισθητικό πρίσμα κι από μόνα τους.
Τώρα, σε επίπεδο ευρύτερης συναισθηματικής διείσδυσης, ομολογουμένως το αποτύπωμα του Until The Quiet Comes αδυνατίζει εμφανώς, σε σχέση τουλάχιστον με τον προκάτοχό του. Πόσο μάλλον όταν στην προκειμένη η θεωρία και το πλαίσιο δράσης του κυρίου Ellison (και με δεδομένη την παρακαταθήκη του), μοιάζουν πολλά υποσχόμενες και λογικώς δημιουργούν ανάλογης έντασης προσδοκίες. Για ρίχτε μια ματιά σ’ αυτό: δέκα και οχτώ μικροσυνθέσεις μεταμεσονύκτιας αφροφουτούρας, οι οποίες σαμποτάρουν την αντίληψη της πραγματικότητας, σαν συγκεχυμένο μουσικό όνειρο, με τις φωνές (μεταξύ άλλων) της Erykah Badu και του Thome Yorke να στέκουν ως εστίες οικειότητας. Όσο ωραία και να διαβάζεται μια καθ’ όλα αληθής εν δυνάμει περιγραφή του «προϊόντος» σε διαδικτυακό δισκάδικο, επί του πρακτέου η γοητεία του άλμπουμ πρόκειται να υποστεί μια σημαντική σμίκρυνση. Είναι εν τέλει άλλο ο θαυμασμός κι άλλο η συγκίνηση, αν και στον συναισθηματικό χάρτη τα δυο τους ενίοτε επικαλύπτονται.
Σα να αποζητά να ξαποστάσει ολίγον μου φαίνεται ο Flying Lotus, μετά την συνεχή ανηφοριά που ’χει διανύσει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και με τόσο έντονους ρυθμούς. Σα να αλλάζει την ιεράρχησή του και να προτιμά τη φροντίδα των κεκτημένων –ενέχει την ξεκούραση αυτό– και την ενασχόληση με τις λεπτομέρειες του ήχου του. Όχι μόνο σε βάρος του «πάμε οπωσδήποτε παρακάτω» –αυτό ενέχει τη νεύρωση– αλλά και κάνοντας εκπτώσεις σε διείσδυση και επικοινωνία.
{youtube}Ciyhvfa4h6Y{/youtube}