Μια προσέγγιση του πιο πρόσφατου δίσκου της Chan Marshall περιστρεφόμενη γύρω από τα περί «απομάκρυνσης από τον γνώριμο ήχο της» και τα περί «νεόδμητης ηλεκτρονικής πλατφόρμας» που πόρρω απέχει από τη γεννεσιουργό στοχοθεσία της, δεν θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί επίπλαστα επιδερμική. Γιατί δεν χρειάζονται πολλά παραπάνω από ένα ακομπλεξάριστο άκουσμα του Sun για να καταλάβει κανείς ότι εδώ η Cat Power αυτοκριτικάρεται και είναι ως προϊόν αυτής της διαδικασίας που προκύπτει η αβίαστη επικαιροποίηση ενός ήχου ήδη παλιωμένου από τότε που άρχισε και η ίδια να τον υπηρετεί.
Αν θεωρήσουμε ως πιο εύληπτα σημεία τομής το “Cherokee” –πιο εμφατικά– και το “Manhattan” –ακροθιγώς– σε όλο το ενδιάμεσο φάσμα το «εργασιακό» περιβάλλον είναι άγνωστο για τη Marshall. Και είναι αλήθεια πως δεν έχει επαφή με το συγκεκριμένο περιβάλλον: αυτή δείχνει ξένη μέσα του κι εκείνο την αντιμετωπίζει ως τέτοια, με αποτέλεσμα να αφήνεται περιθώριο σε μια απλή ακρόαση «στα νύχια» να ορίσει το Sun ως άκαιρο ή ετεροκατευθυνόμενο από auto-tune και από άλλες χρήσεις ασύμβατες προς τους καταστατικούς όρους του κλασικού, τεθλιμμένου folk. Μέχρι βέβαια τη στιγμή που το περιβάλλον την αφομοιώνει, προσφέροντάς της άγραφα δεδομένα στα οποία αναλαμβάνει να προσδώσει όλη την πιεσμένη ευρηματικότητα που κατά καιρούς θάφτηκε κάτω από πλειάδες διασκευών. Ταυτόχρονα, τη διασώζει από μια ενδεχόμενη δισκογραφική επανάκαμψη στο πλαίσιο της οποίας θα διεκπεραίωνε το ήδη διεκπεραιωτικό bluesy ύφος κάποιας 1960s, άντε 1970s, πρωταγωνίστριας.
Κι αν σπάσεις τον δίσκο σε δύο νοητά κομμάτια (όχι ακριβώς μισά), στο πρώτο (ενδεικτικό τραγούδι: “Ruin”) θα βρεις γνήσιο νεανικό ενθουσιασμό –ουσιαστικά το ένα δεύτερο ενός ανήσυχου ντεμπούτο δίσκου κάποιας πρωτοεμφανιζόμενης δημιουργού– ενώ στο δεύτερο (ενδεικτικό τραγούδι: “Nothin' But Time”) θα βρεις, κεκαλυμμένη από καινοφανή συνθετικά επιθέματα, τη νοσταλγία μιας παλαίμαχης δημιουργού, που αναγνωρίζει ότι αυτή η πρωτόγνωρη ανακίνηση των πραγμάτων δεν κολλάει ακριβώς με το δημιουργικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται μετά από δύο δεκαετίες παρουσίας.
Συμπερασματικά, ό,τι κι αν υποδηλώνει και από όπου κι αν πηγάζει η παρούσα συνειδησιακή αλλαγή, το Sun της Cat Power αναπνέει και επανεφευρίσκει μια υφολογική ευλυγισία που εκείνη είχε ανάγκη ακόμα κι όταν κομψογραφούσε το θεσμικό Moon Pix (1998). Στην ουσία, μάλιστα, δείχνει να είναι φτιαγμένη γι' αυτό το πιο αισθησιακό και το πιο αβανταδόρικο που επιχειρεί εδώ, δείχνοντας καινούργια κόλπα –αλλά με τις εγγυήσεις του παρελθόντος– σε κορίτσια όπως η Natasha ή η Florence.
{youtube}PDbPrOuXq2s{/youtube}