Τρία μονόχρωμα αρνητικά και μια γυναικεία επιμονή-εμμονή στάθηκαν αρκετά για την αποκατάσταση της χρωματικής παλέτας του πιο ντελικάτα γλυκόπικρου γαλλικού μιούζικαλ των 1960's: Οι Ομπρέλες Του Χερβούργου επανεκδόθηκαν χάρη στη σύζυγο του Ντεμί και στο συνταίριασμα τριών μονόχρωμων αρνητικών, στις τρεις βασικές αποχρώσεις –κόκκινο, πράσινο, μπλε. Εννέα πάντως μονόχρωμα ψηφιδωτά ενός concept album, εδραζόμενο (έστω και ασαφώς) στην προβληματική της σχέσης/διαπάλης του ανθρώπου με την ψηφιακή τεχνολογία και στο απείκασμα αυτής στην καθημερινή μας πρακτική, επ' ουδενί δεν παράγουν Technicolor ηχοτοπία, ούτε αφήνουν χαραμάδες φωτός να χαράξουν την πυκνή, γρανιτένια υφή των κομματιών τους• τα πάντα ηχούν κλινικά και υπολογισμένα στο The Shallows των iLiKETRAiNS, ανησυχητικά σαν απρόθυμος εφιάλτης.

Το post-rock ανέκαθεν πλειοδοτούσε σε κλιμακούμενες, μακρόσυρτες συνθέσεις με κορυφώσεις και ναδίρ, απόλυτα ικανές στο να χτίζουν ατμόσφαιρες τέτοιες ώστε να απαιτούνται επαναληπτικές ακροάσεις για να επικοινωνηθούν, συνήθως δε αποτινάσσοντας τη φιλοδοξία να «τραγουδηθούν» από τους επίδοξους ακροατές τους. Το κουιντέτο από το Leeds δεν ξεφεύγει ιδιαίτερα από αυτή τη μανιέρα, αν και η διάρκεια των κομματιών σπανίως αποκλίνει του πενταλέπτου. Έτσι, τα περίπου 41 λεπτά του The Shallows χαρακτηρίζονται μονοσήμαντα από τις κοινές συνιστώσες της μοτορικής, πρωτο-βιομηχανικής γκρούβας που παράγει η rhythm section καθώς και από τα προϋπολογισμένα, στοιχημένα ξόρκια της κιθάρας του Guy Bannister. Των οποίων οι αντηχήσεις ενίοτε δίνουν διακριτικό χώρο σε επιδέξια σύνθια, που άλλοτε αρκούνται στο να έρπουν απειλητικά («It’s in the words to the songs I will sing/as you cut out my tongue» στο “In Tongues”) κι άλλοτε επιδέξια ("We Used To Talk").

Στο αυστηρά μουσικό πλατό, ενδιαμέσως post-ακκισμών μεταξύ, inter alia, Mogwai και Psychic Ills, και ενώ διακρίνονται ψήγματα επιρροών από σύγχρονους indie-rock εκπροσώπους του κατατονικού (White Lies, Editors), οι iLiKETRAiNS επιμένουν να κατοικούν σε έναν δικό τους –καταδικό τους– χώρο και χρόνο, ανατριχιαστικό όσο και κομψό, αυστηρό όσο και αδιάφορο, πληθωρικό όσο και μονόχρωμο. Ιδού ξανά η λέξη κλειδί, η ειδοποιός διαφορά με τους διάφορους post-punk κλώνους.

Χωρίς φυσικά να παραγνωρίσουμε τη συμβολή και το ταλέντο των υπολοίπων, τίποτα από τα προηγούμενα δεν θα υφίσταντο στον ίδιο βαθμό – ίσως και καθόλου– χωρίς την απόλυτη παρουσία του Dave Martin. Οι συνθέσεις, σε μεγάλο βαθμό, φαντάζουν ως το προσήκον όχημα για τις ζοφερές του ρίμες, ενώ το βαρύτονο, σχεδόν αριστοκρατικό, ισοκράτημα της φωνής του φαντάζει εκνευριστικά σταθμισμένο και ακριβές, πάνω όμως στη μονοτονία αυτής της εκφοράς εφάπτεται όλη η δημιουργική λογική της μπάντας. Ευφορικές προτάσεις όπως το "Mnemosyne" και το πραγματικά σπουδαίο "Reykjavik" γειώνονται λοιπόν από μια μελαγχολία που δεν τεκμηριώνεται, ψαρεύοντας στα θολά νερά ενός κατεστημένου είδους κι ενός καταπιεσμένου συναισθήματος.

Η λυτρωτική αίσθηση της μουσικής και αισθητικής ολοκλήρωσης που μένει τελικά ξέπνοη στα μέσα του δρόμου (φαντάζομαι ότι η φιλοδοξία του σχήματος δεν αρκείται στη στάμπα «Interpol-clone»), τα συναισθηματικά ισόποσα που πασχίζουν να χτίσουν αλλά τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουν να κάνουν το πολυπόθητο γκελ, στα σίγουρα αφαιρούν. Για να επικαλεστούμε τα λόγια του Martin στο "Reykjavik", το αρκετά δεν είναι ποτέ αρκετό...    

 

{youtube}Rgd--szWxNk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured