Οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές για έναν ακροατή της τζαζ στις μέρες μας. Πρώτον, διότι έχει γεμίσει ο τόπος από διαφόρους που λένε ότι κάνουν τζαζ ενώ στη ουσία απλά άκουσαν μισό ριφ του (κατά τα άλλα θαυμάσιου) Grover Washington και χτίζουν δίσκους πάνω στις πλέον απλές δομές του, περιφέροντας λαϊκιστικές ορχηστρικές συντεταγμένες οι οποίες καταλήγουν σε swing ή easy listening ηχοταξίες. Από την άλλη, εν έτει 2012, αυτό που έχει λεχθεί για το ροκ εντ ρολ ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για την τζαζ: τουτέστιν, είδαμε και τις τρεις μεγάλες τελευταίες αναλαμπές (world fusion, downtown hardcore και nu jazz) και από εκεί και πέρα μόνο ο ρομαντισμός της Ευρώπης σώζει (ενίοτε) τα πράγματα –παρόλο που κι αυτός έχει προϋπάρξει ως ύφος στα 1970s. Την ίδια στιγμή οι δίσκοι από τη Σκανδιναβία αυξάνουν μεν με αλγοριθμικό τρόπο, χωρίς όμως πάντα να συνοδεύονται από νέες ιδέες, παρά μόνο από σωστή ακροθεσία. Θαυμάσιος μπασίστας λ.χ. ο Lars Danielsson αλλά δεν έχει καταθέσει δημιουργικές ιδέες τα τελευταία χρόνια, παρά μόνο σε επίπεδο ενορχηστρώσεων.
Πού θα μπορούσε λοιπόν να βρίσκεται η έκπληξη; Να που ο νεαρότατος αυτός Φινλανδός έρχεται στον δεύτερο μόλις δίσκο του να καταθέσει μια πρόταση. Να διευκρινήσω βέβαια ότι ο Pohjola δεν ξεπετάχτηκε από το πουθενά: και βραβεία για την οργανοπαιξία του έλαβε σε εφηβική ηλικία και ο προηγούμενος δίσκος του (Aurora) έλαβε κάλλιστες κριτικές. Θα ορκιζόσουν ότι τα δάχτυλά του ελίσσονται ως αίλουροι και τα χείλια του είναι ακούραστα. Μπορεί να φάνηκε ως υπερθέτης του εαυτού του σμιλεύοντας έναν δίσκο όπου τα κουαρτέτα εγχόρδων (όπως και μερικοί καλεσμένοι) πηγαινοερχόντουσαν στις ενορχηστρώσεις –ακόμα και ο γνωστός μπασίστας και αδελφός του Pekka Pohjola– αλλά, όπως ομολογεί και ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, η νεότητα επιτρέπει τα ατοπήματα και τη μετέπειτα περίσκεψη. Κι αυτό που φανερά κατάλαβε ο Φινλανδός είναι ότι καλό θα ήταν να μη γίνει άλλος ένας «καλός παίχτης».
Έτσι, μάζεψε την ίδια βασική ομάδα σε τύμπανα, μπάσο και πιάνο και άφησε τα μπιχλιμπίδια απ’ έξω. Το αποτέλεσμα είναι εκθαμβωτικό για έναν πολύ απλό λόγο: ο ήχος του Verneri Pohjola στο Ancient History έχει γίνει ακόμα πιο ακριβής. Η ζεστασιά του έχει ενταθεί, παράλληλα όμως υπάρχει τώρα και μια αψάδα που δεν έβρισκες πριν. Ως αποτέλεσμα δεν ακούγεται ένας ήχος πιο σκληρός, αλλά μια επικεντρωμένη κορνέτα η οποία σε πιάνει από τα πρώτα δευτερόλεπτα ακρόασης και δεν σε αφήνει. Να σημειώσω εδώ ότι στον τίτλο του δίσκου έχει προστεθεί σε υπότιτλο το όνομα του πιανίστα Aki Rissanen, κάτι που σημαίνει (μιας και ο Rissanen υπήρχε και στον προηγούμενο δίσκο) ότι έχει αναβαθμιστεί ο ρόλος του πιανίστα στη μπάντα. Προσέξτε: όχι σε επίπεδο σύνθεσης, μιας και όλα ανήκουν στον φίλτατο τρομπετίστα, εκτός από μια διασκευή στο “Hyperballad” της Björk. Είναι αντίθετα ο αυτοσχεδιασμός του πιανίστα που έχει ανέβει στη μίξη και μάλιστα με ένα πολύ ιδιαίτερο γρέζι/παραμόρφωση στην ηχοληψία, με αποτέλεσμα να προσθέτει ένα ιδιόμορφο «τείχος» από πίσω. Όχι δηλαδή το κλασικό κλινκ-κλανκ που επιφέρουν τα σφυράκια μετά το χτύπημα του κλαβιέ, αλλά έναν επιτηδευμένα πιο μουντό ήχο που χρησιμοποιεί χαμηλές συχνότητες. Η μπατερί επίσης του Joonas Riippa κινείται σε διαφορετικούς δρόμους από τους κλασικούς κόντρα ταμπούρου και άρσης που γνωρίζουμε από όσες ηχογραφήσεις βαδίζουν σε μετα-bop και μετα-Miles Davis καταστάσεις. Ο τυμπανιστής έχει ενσωματώσει λογικές που περισσότερο σε post-rock οικοδομήματα ομοιάζουν, παρά στο Birdland της Νέας Υόρκης.
Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσετε και την ευθυτενή κορνέτα του ίδιου του Pohjola, που, εκτός από τον ήχο, αποδεικνύεται υπεύθυνη και για μια 7αδα ωραίων συνθέσεων οι οποίες χωρίς καμία νοσταλγία και αυτοερωτισμό ορμούν σε έναν δρόμο που ελάχιστοι κάλυψαν επιτυχημένα μετά τον Miles Davis, έχετε μπροστά σας έναν από τους δίσκους της χρονιάς. Απλά.
{youtube}04j3R3sefyw{/youtube}