Από τα 1990s και ύστερα, οι κριτικές στον Bob Dylan πάσχουν σταθερά από ντυλανολογία. Και στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Κατά κύριο δηλαδή λόγο εκπορεύονται από μουσικοκριτικούς-fans ή από τη γραμμή μεγάλων διεθνών εντύπων τύπου Uncut που έχουν ανάγκη να τον δοξολογήσουν ως φάρο της γενιάς την οποία εκπροσωπούν. Με αποτέλεσμα να διαβάζουμε περισσότερο για το τι σημαίνει ο Dylan –γενικά, προσωπικά, ιστορικά– παρά για το τι κάνει και πώς αυτό μπορεί να αποτιμηθεί με άξονα το σήμερα της ηλεκτρικής μουσικής και όχι βάσει της πλούσιας (και υπεράνω αμφισβήτησης) κληρονομιάς του. Έτσι φυσάει και για το πρόσφατο Tempest: ακόμα δεν βολεύτηκε στα δισκοπωλεία και έχει ήδη τυλιχθεί στην άχλη της «50ης δισκογραφικού επετείου» του δημιουργού του και στην αίγλη μιας «φάσης» –επιμελώς χτισμένης από την αμερικανική μουσική βιομηχανία– όπου (υποτίθεται) βγάζει άλμπουμ «από τα καλύτερα της καριέρας του».
Στην πραγματικότητα, ο Bob Dylan έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να ασχολείται με το ανήκειν στο τώρα. Μπορεί να θόλωσαν τα νερά επειδή του έκατσε εμπορικά ένα Time Out Of Mind κι ένα “Things Have Changed”, μπορεί έκτοτε και να τον βολεύει να μένουν θολωμένα, πάντως εκείνος τερμάτισε συνειδητά τον διάλογο με την επικαιρότητα όταν έκανε το Under The Red Sky (1990). Διαισθάνθηκε τότε (όπως διαισθανθήκαμε κι όλοι) ότι οι καιροί του ξέφυγαν, ότι όση πρόθεση κι αν είχε δεν γινόταν να ακολουθήσει, ότι κάτι δεν έπιανε πια. Έκτοτε –αρχής γενομένης με το Good As I Been To You (1992)– κάνει ξανά και ξανά τον ίδιο περίπου δίσκο, κανόνας από τον οποίο ξεφεύγει ίσως μόνο εκείνο το άλμπουμ με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια (ίσως, επαναλαμβάνω). Και σ’ αυτό το περίπου παίζονται κάθε φορά όλα.
Τι εννοώ; Εννοώ ότι ο Dylan γύρισε συνειδητά πίσω στον χρόνο, σε όσα τον καθόρισαν και τον ώθησαν να τα καθορίσει κι εκείνος. Από το 1992, βρίσκεται ερμητικά κλεισμένος στον κόσμο της μνήμης και του νεανικού βιώματος και εμμονικά επισκέπτεται ξανά και ξανά τα «μέρη» που αγάπησε. Αλλά με τα μυαλά, με τις ανάγκες και με τη σκοπιά του 60άρη, πλέον του 70άρη. Γι’ αυτό και δεν έχεις πολλά να πεις για το καινούριο του άλμπουμ. Ή κάτι που να μην έχεις ξαναπεί με άλλα λόγια τα τελευταία χρόνια. Ο Bob Dylan του Tempest βρίσκεται σταθερά αγκυροβολημένος σε εκείνο το μεταξύ της λευκής folk, των μαύρων μπλουζ και της κάντρι. Οργώνει ξανά-μανά το ίδιο χωράφι, όχι για να θερίσει νέους θησαυρούς ή για να κατακτήσει απάτητες κορυφές, μα για να βρει –εκείνος, για πάρτη του– διαφορετικές οπτικές πάνω στα ήδη δεδομένα. Κι αν καταθέτει δίσκους, το πράττει για τους φίλους του, για την ιστορία του, για όσους τέλος πάντων νιώθουν να τους αφορά ο αέναος διάλογός του με τις ρίζες της αμερικάνικης μουσικής. Δεν υπάρχει καμία φιλοδοξία να παρέμβει στο σήμερα, να πει κάτι γι’ αυτό, να μπει στα άλμπουμ της εκάστοτε χρονιάς.
Όλα παίζονται λοιπόν σε εκείνο το «περίπου» που λέγαμε πιο πριν, κοντολογίς στο πώς θα συναντήσεις τον Dylan κάθε φορά. Θα είναι μουντρούχος και σκεφτικός, κλεισμένος στον κόσμο του; Θα έχει τη διάθεση να σου μιλήσει, να σου πει καμιά ιστορία; Στο Tempest τον βρίσκουμε στα πιο εξωστρεφή του, μέχρι και λαλίστατο τον λες στο ομώνυμο τραγούδι. Μπορεί να μην σου κάθεται με την πρώτη ακρόαση ότι έτσι έχουν τα πράγματα, όμως ο Dylan έχει εδώ τη διάθεση να επικοινωνήσει. Και έχει μερικές ωραίες ιστορίες να σου διηγηθεί, όπως αποδεικνύουν (πέραν του “Tempest”) το “Scarlet Town”, το “Tin Angel” ή το “Long And Wasted Years”. Δεν θα χάσεις λοιπόν αφιερώνοντας ένα ή δύο βράδια στον γερο-αναχωρητή. Το πολύ-πολύ να ακούσεις μια/δυο νέες κυκλοφορίες λιγότερο. Έχεις καταλάβει πια, νομίζω, ότι το ζήτημα είναι να μένει και κάτι, όχι να τρέχεις μη και δεν προλάβεις να τα ακούσεις όλα...
{youtube}mns9VeRguys{/youtube}