Κλείνοντας την προ διετίας κριτική μου στο Μπλε άλμπουμ των Baroness (εδώ), είχα εμφανιστεί διχασμένος όσον αφορά στο μέλλον του συγκροτήματος, υποθέτοντας ένα α-λα-Metallica Black Album να ακολουθεί τις Ερυθρές και Γαλάζιες αποχρώσεις της δισκογραφίας των Αμερικανών. Προοπτική που θα μπορούσε να τους στείλει στα ουράνια ή να τους κατακρημνίσει στα τάρταρα της συνείδησης των σκληροπυρηνικών οπαδών.

Με το νέο άλμπουμ να ονομάζεται Yellow & Green, η εκ μέρους μου χρωματολογική αστοχία υπήρξε πλήρης. Πλήρης όμως υπήρξε και η ταύτιση του αποτελέσματος με τους χειρότερους φόβους μου: οι φετινοί Baroness θυσίασαν στον υπέρτατο δυνατό βαθμό τα μεσαιωνικής υφής ένστικτά τους, χάριν μιας οδού περισσότερο μελωδικής μεν, λιγότερο εκφραστικής δε. Στη θεωρία, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι ντε και καλά κατακριτέο –στην πράξη όμως αποδείχθηκε απογοητευτικό. Η παντελής έλλειψη επιθετικότητας, ειδικά στο Πράσινο κομμάτι της κυκλοφορίας, αποκάλυψε πλήρως την αχίλλειο πτέρνα του κουαρτέτου: την αδυναμία να συντάξει επαρκώς συνειδητοποιημένα μελωδικά σύνολα.

Ξεκινώντας αντίστροφα λοιπόν –από το Πράσινο δισκίο δηλαδή– είναι έκδηλη η προσπάθεια των Baroness να επιδείξουν, σε ηπιότερους τόνους από το σύνηθες, τη συνθετική τους μαεστρία. Σε απόσταση ασφαλείας από τα επίπεδα παραμόρφωσης στα οποία μας είχαν καλομάθει, επιχείρησαν εδώ να εντρυφήσουν στην τέχνη της τραγουδοποιίας, όπως αυτή εκφράζεται μακριά από λυσσαλέα φωνητικά και από τον ηχητικό ορυμαγδό που συνήθως τα ακολουθεί κατά πόδας. Μερικοί ενδιαφέροντες, σχεδόν μπαλαντοειδείς, αυτοσχεδιασμοί είναι αλήθεια πως ηχούν μια χαρά. Αλλά μόλις αγγίζονται από τα φωνητικά του John Dyer Baizley –στην προσπάθεια μετατροπής τους σε ολοκληρωμένα τραγούδια– ευθύς αμέσως καταρρέει όλο το οικοδόμημα: η εκ μέρους του εγκατάλειψη των βρυχηθμών στο όνομα της ανάδειξης μιας πιο «ευαίσθητης» πλευράς, ξεγυμνώνει τη βοκαλιστική του ανεπάρκεια. Μένει μια ρηχή, α-λα-Nickelback απόδοση, η οποία στραγγίζει αυτά τα τραγούδια από κάθε δυναμική που θα μπορούσαν, ίσως, να αναπτύξουν. Και λέω ίσως γιατί ως εξ ίσου ανέμπνευστες προκύπτουν και οι κουπλέ/ρεφρέν αλληλουχίες.

Το Κίτρινο μέρος της εξίσωσης είναι σαφώς πιο ηλεκτρισμένο και προσφέρει εντονότερες συγκινήσεις, αν και δεν ρισκάρει ιδιαίτερα. Ο Baizley τα καταφέρνει καλύτερα εδώ, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως συνεπαίρνει. Προσεγγίζοντας πάντως το παρελθόν τους με τραγούδια όπως το “March To The Sea” και το “Take My Bones Away”, οι Baroness επιτυγχάνουν να ροκάρουν ικανοποιητικά: μπορεί οι ακρότητες να παραμένουν άφαντες κι εδώ, αλλά η παραμόρφωση επανέρχεται στο προσκήνιο. Την ανωτερότητα του Yellow έρχονται να επιβεβαιώσουν το ψυχεδελικό (και αγαπημένο) “Cocainium” μαζί με  το στιβαρό “Sea Lungs”, ενώ το “Eula” κλείνει το πρώτο αυτό μέρος με τη δυναμική του καλύτερου τραγουδιού του συνόλου.
 
Δεν αρκεί όμως σε ένα διπλό άλμπουμ να λειτουργεί μόνο το 50% του προσφερόμενου υλικού. Όσο κι αν τιμά τους Baroness η διάθεσή τους να εξελιχθούν, άλλο τόσο τους προδίδει το οπλοστάσιό τους στο Yellow & Green. Θα ήταν σοφότερο ίσως να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Mastodon, οι οποίοι επίσης χαλάρωσαν τις μεταλλικές τους επιθέσεις στον Κυνηγό, αλλά κράτησαν ανέπαφες την τρέλα και την καύλα τους. Αποτυγχάνοντας να καταλήξει σε μια αναλόγως χρυσή ισορροπία, το φετινό πόνημα των Baroness απογοητεύει.


 

{youtube}4V0N1x675FQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured