Έφτιαξαν όνομα για τις δυναμικές παύλα εκρηκτικές ζωντανές εμφανίσεις τους, τις «φορτωμένες» παραμορφώσεις, τα στριγγλίσματα των κιθάρων, την εναγκάλισή τους με τον θόρυβο και τη διασταύρωση post-punk, shoegaze και noise. Και τώρα φτάνουν στον τρίτο (και καθοριστικό;) δίσκο, από την ασφάλεια της δικής τους δισκογραφικής, Dead Ocean. Κεντρικό ερώτημα του οποίου φαντάζει το «πού κατευθύνονται, από εδώ και πέρα, οι A Place To Bury Strangers»; Θα ακολουθήσουν την ήδη πεπατημένη ηχητική οδό; Ή θα προσπαθήσουν να διαφοροποιήσουν τον ήχο τους, με κίνδυνο να στραβοπατήσουν και να διχάσουν τη βάση τους (όπως τόσες άλλες μπάντες, ονόματα δεν λέμε, Editors δεν θίγουμε);
Άμεσα παρατηρείς ακούγοντας το Worship ότι το εκκωφαντικό feedback-σήμα κατατεθέν των Νεοϋορκέζων δείχνει να έχει τιθασευθεί κατά τη διαδικασία της μίξης (ή απλά μεταφερθεί στο παρασκήνιο). Σκέφτεσαι ότι μπορεί να αποτελεί ένα σημάδι αναγνώρισης από μέρους τους πως έκαναν ό,τι ήταν να κάνουν με τον θόρυβο, καιρός τώρα να δοθεί βάρος και σε άλλους τομείς της συνθετικής διαδικασίας. Κάπου εκεί, όμως, σε επαναφέρει στην πραγματικότητα το “Mind Control”: εκκίνηση με feedback, παραμορφωμένο μπάσο και τύμπανα-ξυράφια βομβαρδίζουν τις ψηλές συχνότητες στα ηχεία. Σαν να μη πέρασε μια μέρα.
Και κάπως έτσι κυλάει και ο υπόλοιπος δίσκος, με τα τραγούδια να πηγαίνουν μπρος-πίσω μεταξύ αυτού που προσπαθούν να πετύχουν εδώ οι A Place To Bury Strangers (τη μερική απαγκίστρωση από το παρελθόν) και της φυσικής ροπής τους να κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλά. Τελικά το Worship δεν τους δίνει κάποια νέα μουσική ταυτότητα, αφού δεν γίνεται να αποστασιοποιηθείς από τα ήδη δεδομένα αλλάζοντας απλά την ηχητική γαρνιτούρα σε σημεία.
Έτσι, το τρίτο αυτό άλμπουμ είναι ένα πιάτο για τους ήδη φίλους των Αμερικανών: θα ικανοποιήσει όσους τους έχουν αγαπήσει, αλλά δεν θα κερδίσει νέους φίλους. Οριοθετεί δε το σημείο εκείνο στην ιστορία τους που ή θα αρχίσουν να κουράζουν ή θα βρουν τον τρόπο να δουν τη δουλειά διαφορετικά. Καλό θα ήταν να επικεντρώσουν στο δεύτερο, καθώς ήδη διακρίνονται σημάδια συνθετικής κόπωσης (λέγε με και writer’s block), τα οποία ευτυχώς δεν υπερισχύουν στην τελική εντύπωση.
{youtube}Yulejd6Jm4I{/youtube}