Τονίζεται το «16 χρόνια μετά» σε ό,τι έχει τύχει να διαβάσω για τη δισκογραφική επιστροφή των Dead Can Dance, λες και ο αριθμός θα κάνει κάποιο μυστηριώδες μαγικό τρικ και θα προσδώσει «αυτό το κάτι που θέλεις» στο Anastasis, συγκαλύπτοντας ότι η φάση μοιάζει μάλλον με «σαν να μην πέρασε μια μέρα». Δεν ξέρω αν σε ικανοποιεί κάτι τέτοιο, υποψήφιε ακροατή ή φαν των Αυστραλών. Υποθέτω πως ναι, γιατί η συνήθεια είναι μεγάλο πράγμα και τείνει να προσφέρει σταθερές σε έναν κόσμο μπερδεμένο, γεμάτο αστάθεια. Το πρόβλημα είναι ότι, μαζί με τις σταθερές, έρχεται πολλές φορές και η στασιμότητα.
Το Anastasis με έριξε σε μια περίεργη χρονική σκουληκότρυπα. Καθώς κυλούσε, γνώριμα και δίχως παρεκκλίσεις από τα όσα έχει συγκρατήσει το μνημονικό, με κάλεσε να βάλω κάτω τη σχέση μου με τους Dead Can Dance. Να επανεξετάσω το πού κόλλησα κάποτε, το γιατί έκοψα τους δεσμούς μου μαζί τους, αλλά και τους λόγους για τους οποίους, ενώ τους βρίσκω μια αληθινά μοναδική περίπτωση στον χάρτη, μάλλον τους αντιπαθώ –ειδικά τη Lisa Gerrard. Συνοπτικά, οι απαντήσεις είναι:
«στα χρόνια της 4AD»
«γιατί, αν το Spiritchaser και οι συναφείς world ανησυχίες των στουντιοποντικών της Δύσης είναι άξιες λόγου, δεν πείθομαι γιατί θα πρέπει να θάβουμε τους όποιους Enigma, Deep Forest και Sacred Spirit»
«γιατί δεν αντέχω βρε παιδί μου το όλο κήρυγμα περί αγάπης και πνευματικής ζωής, έτσι όπως μου τίθεται πάντα με όρους αλγεβρικού αξιώματος, ραντισμένο με κάτι που βρωμοκοπάει new age».
Φαινομενικά, φεύγω εκτός θέματος. Φεύγω όμως; Ή μήπως φταίει το Anastasis γι’ αυτό, έτσι όπως με ωθεί διαρκώς να χάνω την προσοχή μου για το περιεχόμενό του και να τριγυρνάω στο παρελθόν; Δεν βρήκα κάποια ανάσταση στο άλμπουμ, πάντως. Και σίγουρα όχι εκείνη των Dead Can Dance. Το παρόν άλμπουμ είναι δουλειά δύο διακριτών φιγούρων, του Brendan Perry και της Lisa Gerrard, και όχι κατάθεση ενός γκρουπ. Αντανακλά το κοινό τους χθες, μέσα από ένα σήμερα όπου μπορεί να ξαναήρθαν κοντά, δεν έχουν όμως πια εκείνη τη σχέση. Υπάρχει μια αντίφαση λοιπόν μεταξύ του ποιοι πλέον είναι με ό,τι προσπαθούν να κάνουν εδώ. Μια αντίφαση υπονομευτική της ανάστασης –περιττό να σας θυμίσω ότι σε κάμποσες ταινίες φαντασίας μα και σε λαϊκά παραμύθια η ανάγκη να αναστήσεις ένα αγαπημένο πρόσωπο μπορεί να οδηγήσει στον ερχομό ενός ζόμπι επί Γης. Και μετά, πάει κι η αγάπη και όλα...
Ευτυχώς, οι Dead Can Dance δεν είναι ούτε τόσο χαζοί, ούτε τόσο ανίκανοι. Δεν το παίζουν τεράστιοι λόγιοι συνθέτες τους οποίους θα πρέπει να προσκυνήσουμε για τις γέφυρες που έστησαν μεταξύ new wave και Δυτικού Μεσαίωνα, μα επενδύουν έξυπνα σε εκείνο που πάντα ήξεραν να κάνουν εντυπωσιακά καλά, τουλάχιστον στις 4AD μέρες τους: ατμόσφαιρες και υποβλητική εσωτερικότητα, με δόλωμα το απόκοσμο. Το ξέρουν το μονοπάτι κι απλά το ξαναπερπατάνε, προσπαθώντας να στήσουν το τσαρδί τους κάπου μεταξύ του Into The Labyrinth και του Spiritchaser. Κάπου δηλαδή μεταξύ καθολικών μοναστηριών και μιας ραχάτικης καθ’ ημάς Ανατολής, με μια πατερική υπερβατικότητα (γι’ αυτό και οι τόσες ελληνικές λέξεις).
Μην κοροϊδεύεσαι ότι συμβαίνει κάτι, ωστόσο. Το Anastasis των Dead Can Dance κερδίζει το δικαίωμά του να υπάρχει στο όνομα του τι πρέπει να περιμένεις από βετεράνους οι οποίοι δεν μπορούν πια να επανεφεύρουν εαυτούς ή να ξαναφτάσουν στον πήχη παρελθόντων άθλων. Έχει ένα τουλάχιστον εκπληκτικό τραγούδι (“Kiko”, καλό είναι και το “Anabasis”), έχει αυτή την ήρεμη γήινη δύναμη του Perry σε κοντράστ με το ά-λογο, υπερβατικό σύμπαν της Gerrard, έχει και την ασφάλεια της νοσταλγίας. Έχει, δηλαδή, τον σωστό τρόπο να ξαναζεστάνει το φαγητό και να ξαναπαίξει με τα στερεότυπα των δημιουργών του. Οι μουσικοκριτικοί το βαφτίζουμε «αξιοπρέπεια» κάτι τέτοιο. Και λέω ν’ ακολουθήσω το ρεύμα, ως άλλος κολιός τον Αύγουστο, παρότι σκέφτομαι πολλές φορές ότι έτσι βαφτίζουμε τα βλίτα ως ψητό της κατσαρόλας με πουρέ...