Το προπέρσινο Blood Of The Nations των Accept είναι από τους δίσκους των τελευταίων χρόνων που έλιωσα στο παίξιμο. Ένα λαμπρό δείγμα παλιομοδίτικου μεν, μα κοφτερού, πολιτικά αμφιλεγόμενου και άκρως πωρωτικού heavy metal, ικανού να κάνει τους –καθ’ όλα άξιους– Christian Mistress αυτού του κόσμου να μοιάζουν με ποπ μπάντα που άκουσε και λίγο Iron Maiden και τους Meshuggah με ακαδημαϊκούς της ηχητικής σκληρότητας.

Εκ των πραγμάτων, μια ανάλογη συνέχεια θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Βετεράνοι σαν τους Accept θα έπρεπε να κάνουν κωλοτούμπα μεγαλύτερη κι από εκείνη έμπειρων σε τέτοια ακροβατικά εγχώριων πολιτικών ώστε να υπερβούν για δεύτερη συνεχόμενη φορά εαυτούς –και τέτοια πράγματα απλά δεν γίνονται στον κόσμο ενός συντηρητικού και παγιωμένου ηχητικά μεταλλικού γκρουπ, με τόσα χρόνια στην πλάτη. Το άλμπουμ που θα διαδεχόταν λοιπόν το Blood Of The Nations δεν θα μπορούσε να κάνει ανάλογο μπαμ, πόσο μάλλον όταν το στοιχείο της έκπληξης πλέον λείπει: ξέρεις πια ότι στα φωνητικά βρίσκεται ο Mark Tornillo και ξέρεις καλά τι είναι ικανός να κάνει.

Ακόμα και μ’ αυτήν την πισινή, όμως, το Stalingrad απογοητεύει. Η «φαγούρα» ξεκίνησε μάλιστα από το εξώφυλλο –θα μου πείτε, ήταν εξώφυλλο εκείνο του Blood Of The Nations; Όχι, αλλά εδώ δεν υπάρχει απλά κακή αισθητική, υπάρχει και μια μεταλλογραφικότητα την οποία δεν μπορείς να σηκώσεις αβασάνιστα. Μετά ήρθε το ομώνυμο τραγούδι, σε ένα νυχτερινό σερφάρισμα στο δίκτυο τις μέρες κυκλοφορίας του άλμπουμ: 6 λεπτά διάρκεια, πάτησα το στοπ στα 3. Διάολε, είχα βαρεθεί... Και όταν βαριέσαι με τους Accept, είναι σίγουρα για κακό. 

Το άλμπουμ ήρθε να επιβεβαιώσει τα χειρότερα. Ναι, η γραμμή πλεύσης είναι εκείνη του προπέρσινου θριάμβου, ναι, ο Andy Sneap φροντίζει πάλι τα της παραγωγής, ναι, οι κιθαριστικές μηχανές παίρνουν και πάλι μπροστά –με κάποια νεοκλασικά κόλπα τούτη τη φορά και με περισσότερες ρυθμικές εναλλαγές– και ναι, ο Tornillo συνεισφέρει τις ιαχές και τα σκουξίματα. Αλλά μάταια: το Stalingrad είναι τζούφιο. Τα τραγούδια των Accept δεν διαθέτουν σπίθα και ο Tornillo ακούγεται σαν να του έχει πέσει η πίεση στα περισσότερα από αυτά, σαν να έχει αράξει τα κυβικά του και να έχει θαμπώσει, ακόμα και στην άρθρωσή του. Πού και πού κάτι ξυπνά (στο “Against The World” ας πούμε, με τα εμπρηστικά call-and-response του ρεφρέν) και πάλι όμως μένεις με την αίσθηση ότι ακούς υλικό που κόπηκε από το Blood Of The Nations. Πουθενά δεν σε παίρνει και σε σηκώνει, όπως έμαθες να ξαναπεριμένεις αφότου οι Γερμανοί βρήκαν τον...Γερμανό τους σε έναν Αμερικάνο frontman.

Κάπως έτσι, το Stalingrad απομένει γυμνό. Από μανία, από αλητεία, από βροντή, από επικολυρική έπαρση, από μπρουταλιάρικη αλαζονεία, από όλα δηλαδή όσα ακόνισαν ξανά την παλιά 1980s συνταγή των δημιουργών του. Είναι μια δουλειά στον αντίποδα σχεδόν του Blood Of The Nations: ρουτινιάρικη, μανιερίστικη και πληκτική. Το όποιο μιλιτέρ πνεύμα επικαλείται αποδεικνύεται άσφαιρο, ενώ το μούσκουλο που θέτουν και πάλι οι Accept σε πρώτο πλάνο (ελέω τίτλου πρώτα και κύρια) δεν είναι το μπαρουτοκαπνισμένο μούσκουλο των αδελφών-εν-θανάτω πολεμιστών του υποτίτλου ή του α-λα-Operation Enduring Freedom “Blood Of The Nations”, μα το ποζέρικο μπράτσο του στραβοχυμένου μποντιμπιλντερά στο συνοικιακό σου γυμναστήριο. Κρίμα.    

 

{youtube}j1979q1rEw8{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured