Δρόνοι και θόρυβοι σε ρόλο κρουστών (κλινκ, κλανκ), ηλεκτρονικά με μεταλλική γεύση και με εκείνη την πηχτή «υφή» που έχει το σκοτάδι στις προχωρημένες ώρες της νύχτας, επίμονα εμμονικές μπασογραμμές.
Ήδη από το ξεκίνημά του, το Ghosts του Γερμανού Monolake θέτει το ιδιοσυγκρασιακό τερέν στο οποίο θα κινηθεί. Όσο καλά μηχανήματα κι αν διαθέτεις, δεν είναι δίσκος που θα ανθίσει υπό το φως της μέρας και παράλληλα με τους ήχους της πόλης. Είναι αντίθετα δουλειά που θα αφουγκραστείς στην ξαγρύπνια σου, διακρινόμενη από ένα ύπουλο σασπένς, το οποίο κρατά όμως θαυμαστές ισορροπίες: γιατί ούτε σε τσιτώνει παραπάνω από όσο πρέπει με τα dubstep λοξοκοιτάγματά του, ούτε σε καταπραΰνει με υπερβολικά ambient ατμόσφαιρες. Για να στο θέσω με όρους 1990s, αν οι Orbital είχαν κάνει κάτι ανάλογο στο soundtrack τους για το Event Horizon, δεν θα είχαν χρεωθεί τη μοναδική ίσως δισκογραφική τους αποτυχία.
Για εσένα τώρα που ξέρεις την πορεία του Robert Henke με τους Monolake, το Ghosts αποτελεί μια περαιτέρω εξερεύνηση των όσων βασικά άκουσες στο Silence (2009), όπου και στοιχειοθετήθηκε η μορφολογική και αισθητική ραχοκοκαλιά αυτού του αφαιρετικού techno με τα αφηρημένα ηχητικά πεδία και το ανοιχτό φλερτ με τα dubstep δρώμενα –κάτι σαν Βερολίνο καλεί Λονδίνο, με την έμφαση να δίνεται στο εγκεφαλικό και όχι στο dance στοιχείο. Γι’ αυτό και η μουσική του Monolake δεν εξαντλείται στην όποια χρηστικότητα υπαγορεύει η πρώτη παράγραφος ή μια δική του φράση σαν το «Impossible to sleep, it is too hot, no wind...and the gods are lauphing at us». Υπάρχουν και αμιγώς καλλιτεχνικές παράμετροι, κυρίως η σταθερή επιδίωξη για μια ελλειπτική ηλεκτρονικότητα: συγκροτημένη μεν στη βάση μιας άκαμπτης ρυθμολογίας, μα με πανιά ανοιγμένα προς μια μετα– αισθαντικότητα. Αισθαντικότητα του Δυτικού άστεως με φόντο τον 21ο αιώνα, φιλοσοφημένη και συναισθηματική, με μια εσάνς από τα ανδροειδή του Blade Runner.
Μην τρέφεις βέβαια ψευδαισθήσεις. Το Ghosts θα ειδωθεί ως ελιτίστικη κυκλοφορία, ακόμα και από τους φίλους σου που δηλώνουν εναλλακτικοί. Ο Άρης Καραμπεάζης θα πει ότι πάλι την πέφτω στους indie, αλλά τον διαβεβαιώνω πως προβαίνω σε μια απλή διαπίστωση: ότι το συγκεκριμένο κοινό αποκτά σχέση με μουσικές που επικαλούνται ένα επίπεδο αφαίρεσης μόνο αν το πείσεις ότι είναι «κινηματογραφικές» (τύπου Mogwai και “Take Me Somewhere Nice” ας πούμε ή Mono και “Follow The Map”). Επίθετο, παρεμπιπτόντως, που πολύ σπάνια έχω δει να χρησιμοποιείται σωστά από όσους γράφουν για μουσική στην Ελλάδα, υποδηλώνει όμως την ανάγκη να εξηγήσουμε τη μουσική με τις εικόνες που μας δημιουργεί –λογική με την οποία έχω φτάσει να έχω τεράστιες διαφωνίες, αλλά άλλου παπά ευαγγέλιο τούτο.
Θα κλείσω λέγοντας ότι, αν το site είχε μισά, θα αξιολογούσα τη νέα δουλειά του Monolake με ένα γεμάτο 7½. Θα απέφευγα ωστόσο τον ενθουσιασμό του 8, όχι γιατί βρίσκω το Silence ανώτερο του Ghosts (ίσα-ίσα, εδώ μάλλον κινούμαστε σε μεγαλύτερο βάθος εκφραστικών μέσων), αλλά γιατί μου λείπει η αίσθηση ολοκλήρωσης. Είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, αποτυπώνει όμως ότι ο Hanke ακόμα διανύει μια διαδρομή. Ίσως το επόμενο άλμπουμ, με το οποίο σκοπεύει να ολοκληρώσει μια τριλογία, να είναι εκείνο που θα μπορείς να αποκαλέσεις «συναρπαστικό». Όπως και να έχει, παρακολουθούμε με φανερή ευχαρίστηση, ίσως και με κάποιον θαυμασμό.
{youtube}dSG9LEv20VM{/youtube}