«Η μουσική βιομηχανία δεν λειτουργεί όπως παλιά, όταν έβλεπες μπάντες να κάνουν πέντε δυνατούς δίσκους και μετά να διαλύονται. Εμείς δεν παίρνουμε τίποτα ως δεδομένο και νιώθουμε ιδιαίτερα προνομιούχοι που μπορούμε και βγάζουμε δεύτερο άλμπουμ», λένε οι Βρετανοί Band Of Skulls και κάνουν τον σταυρό τους να πάει καλά το πράγμα, γιατί ονειρεύονται ήδη τον τρίτο τους δίσκο.

Επί του παρόντος, οι τρεις φίλοι –έχουν φάει μαζί ψωμί και αλάτι ήδη από τα χρόνια του Κολεγίου– Matthew Hayward (ντραμς), Russell Marsden (κιθάρα και φωνή) και Emma Richardson (μπάσο και φωνή) μας προσφέρουν μια Γλυκόξινη Γεύση, τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους Baby Darling Doll Face Honey. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι σχεδόν όλα τα τραγούδια του πρώτου δίσκου τους βγήκαν κανονικά στο σφυρί, αφού χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές τηλεοπτικές σειρές (True Blood, Gossip Girl, Degrassi: The Next Generation), σε video games (Gran Turismo 5), σε κινηματογραφικά soundtracks (The Twilight Saga: New Moon), ακόμα και σε διαφημιστικά σποτ για ρολόγια.

Όπως και στο Baby Darling Doll Face Honey, έτσι και στο Sweet Sour οι Band Of Skulls διατηρούν ως βάση ένα rock ‘n’ roll attitude όχι τόσο ακατέργαστο όσο πριν, μα αρκετά πιο λείο και με κάμποσο reverb, με τερματισμένες τις παραμορφώσεις στις κιθάρες και με πολύ δυνατά ντραμς (ο Hayward δηλώνει φανατικός του John Bonham). Παράλληλα, το ανακάτεμα γυναικείων και ανδρικών φωνητικών δημιουργεί συχνά ένα πιο ποπ αποτέλεσμα –δίχως φυσικά να λείπουν τα γκάζια και τα πιο ροκ ξεσπάσματα. Χωρίς να σπάει τις γνωστές φόρμες, το τρίο δείχνει ώριμο για να αναλάβει το ρίσκο να απομακρύνει δειλά κάποιες μελωδίες από την κλασική δομή κουπλέ/γέφυρα/ρεφρέν/κουπλέ και να εισαγάγει στοιχεία αυτοσχεδιασμού, σε ηλεκτρακουστικές συνθέσεις με υπόγεια επιθετικότητα, άλλοτε κινούμενες σε folk ρυθμό, άλλοτε σε πιο μπλουζ ατμόσφαιρες, πάντα όμως με φόντο τον αμερικάνικο νότο.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Jack White και οι Black Keys τους πρότειναν να περιοδεύσουν μαζί, γιατί εδώ οι εκλεκτές συγγένειες ηχητικών τοπίων δεν κρύβονται. Καθοριστική στιγμή για αυτό το άλμπουμ –σύμφωνα με τους ίδιους τους Skulls– ήταν η συναυλία στο πρόσφατο Bonnaroo Festival, όπου έπαιξαν αρκετό καινούργιο υλικό. Μπαίνοντας αργότερα στο στούντιο προσπάθησαν να φτιάξουν ξανά εκείνο τον ήχο που τόσο τους είχε συναρπάσει κατά τη διάρκεια της συναυλίας. «Ήταν κάτι το καταπληκτικό, που έδινε πολύ ζωή στα τραγούδια μας και θέλαμε να έχουμε την αίσθηση αυτού του ήχου. Ελπίζουμε να μπορέσαμε να βάλουμε λίγο από το πνεύμα του φεστιβάλ στον δίσκο», λένε τα μέλη της μπάντας.

Δεν ξέρω αν όντως κατάφεραν να κλείσουν το πνεύμα του Bonnaroo στο μπουκάλι, ούτε και πόσα από τα νέα τους τραγούδια θα χρησιμοποιηθούν σε διαφημιστικά σποτ ή σε τηλεοπτικές σειρές. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι κατάφεραν να φτιάξουν ένα άλμπουμ που, στο σύνολό του, ηχεί περισσότερο αμερικάνικο παρά λονδρέζικο, με καλές αρμονίες και ισορροπίες ανάμεσα στον σκληρό ήχο και στα πιο απαλά ακούσματα, με τραγούδια που στην πλειονότητά τους αποδεικνύονται αρκετά προσιτά για το ευρύ κοινό, αλλά και με κάποιες πιο σκοτεινές «κρυμμένες» συνθέσεις, οι οποίες βγαίνουν σε δεύτερη ανάγνωση, με ιδέες και παραγωγή που παραπέμπουν στην Third Man Records του White.

Χωρίς να απεμπολούν λοιπόν τα ροκ κλισέ και τη mainstream αναγνώριση, οι Band Of Skulls προσπαθούν εδώ να κάνουν ό,τι έκαναν και οι Led Zeppelin στο Houses Of The Holy –τηρουμένων φυσικά των αναλογιών. Δειλά μεν αλλά πολύ συνειδητά, δείχνουν περισσότερο ανοιχτοί σε μια πιο πειραματική κατάσταση, ενώ ρίχνουν περισσότερο βάρος στη διαδικασία της σύνθεσης και της ενορχήστρωσης, μέχρι εκεί που δεν απειλείται η εμπορικότητά τους. Καλές οι προθέσεις και φιλότιμες οι προσπάθειες να εξελιχθούν και να δώσουν ένα ηχηρό στίγμα, όμως φαίνεται ότι ακόμα βρίσκονται στα μισά αυτής της διαδρομής…


                  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured