Απάνθισμα από τα τερετίσματα της Μανκουνιανής Liz Green: «I want to be a French singer, I'd sing for you, my lover, all night/ Then maybe we'd learn to float above it all» (από το κάτω του μετρίου "French Singer")• «Hang him out to dry, they said/ No, let's hang him up to die instead» (από το αφτιασίδωτο, σχεδόν δημώδες "Ostrich Song"). Τα προγενέστερα στιχουργικά αποσπάσματα, αποκομμένα από τη μουσική τους εγκόλπωση, με βεβαιότητα θα μπορούσαν να δώσουν ένα μικρό hint για το μουσικό μετερίζι της νεαρής από το Μάντσεστερ: τίμια, folky και ψυχοπονιάρικη singer-songwriter μανιέρα με στιλπνή παραγωγή και πεπερασμένες αξιώσεις ενός κάποιου airplay. Στην περίπτωσή της, όμως, η folk τραγουδοποιία ανταμώνει με τεχνοτροπίες που αποπνέουν κάτι από Μεσοπόλεμο!
Τέσσερα χρόνια είναι πολλά στο ποπ στερέωμα: πίσω στο 2007, το πρώτο 7" "Bad Medicine" –του οποίου η ενορχήστρωση έχει υποστεί ευεργετική μετάλλαξη– καθώς και η διάκριση της Liz Green στον διαγωνισμό ταλέντων υπό την αιγίδα του Glanstonbury, προοιώνιζαν άμεση δισκογραφική παρουσία, ώστε να δικαιωθεί το μομέντουμ της στιγμής. Μολαταύτα, η Green δικαιούται να αυτοαποκαλείται sui generis: η ασυνήθιστη τραγουδιστική εκφορά του λόγου (σας παραπέμπω στην τέταρτη λέξη του παρόντος κειμένου) σε σύμμειξη με τα αναλογικά τεχνουργήματα των –περιβόητων πια– Toe Rag Studios του Λονδίνου αναβιώνουν μια αίσθηση 1937• μια ιδέα από σανσόν, ικανές δόσεις πρωτόλειων μπλουζ, τζαζ ενορχήστρωση και ατμόσφαιρα καμπαρέ.
Η φωνή της, ελαφρώς έρρινη και καπνισμένη, ακροβατεί σχεδόν στην ίδια τονικότητα θρηνολογώντας το ίδιο υπέροχα την απώλεια στο εναρκτήριο "Hey Joe", την προσφυγική ιστορία του "Displacement Song" και τη μακάβρια κατάληξη του "Gallows" –τραβώντας διακριτικά παράλληλες γραμμές με τη στυφή κατάληξη μιας απονευρωμένης σχέσης (“I Always Knew You’d Bring Me Down"). Η φωνή της, χώρια του πιάνου και της ακουστικής κιθάρας, υποστηρίζεται από μια πλειάδα χάλκινων (τρομπόνι, σαξόφωνο, τρομπέτα, τούμπα ακόμα και kazoo) τα οποία ενίοτε υπερτονίζουν την εσκεμμένη «παλαιότητα» του ηχητικού της στίγματος –είναι χαρακτηριστικό ότι η τονικότητα τείνει στο απόλυτα ομοιόμορφο, ενώ το χαρακτηριστικό αναλογικό «φύσημα» είναι απολύτως ευδιάκριτο καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ...
Κάπου ανάμεσα στο θαυμάσιο τρέμουλο της φωνής της, στις ακουστικές hilbilly εξιστορήσεις της και στο υποδόριο χιούμορ, αναδύεται το καλό γούστο των επιρροών της, το οποίο εκτείνεται από τα στάνταρ της Nina Simone και της Billie Holiday έως τα πιο ιδιάζοντα της Edith Piaf και της Karren Dalton. Μολονότι η έλλειψη τονικής και θεματικής ποικιλίας αποστερούν από το O Devotion! ποικιλία και εξάρσεις –με εξαίρεση το ακουστικό coda προς το τέλος του "The Quiet"– οξύνοντας έτσι το άνισο ενός μέρους των συνθέσεων, η σαγήνη και η ιδιαίτερη χροιά της φωνής της Green υπηρετούν άριστα ένα σπουδαγμένα ρετρό concept, μοιράζοντας υποσχέσεις ταλέντου έως τη στιγμή που η αυλαία της σκηνής ξανανοίξει.
{youtube}gkIki9xKvcw{/youtube}