Μπορεί η ενδεκάδα της ύστερης σόλο δισκογραφικής πορείας του Modfather να συμπληρώνεται με το φετινό Sonik Kicks, αλλά θέση βασικού δυστυχώς δεν προβλέπεται για το φρέσκο απόκτημα της «Weller United» (sic), παρά μόνο στην τρέχουσα αγωνιστική περίοδο και αποκλειστικά για τις εντός των συνόρων αναμετρήσεις. Λίγα χρόνια παρακάτω, κάποια άλμπουμ και συναυλίες ακόμα, καλύτερη τύχη από το να «σκουπίζει τον πάγκο» με έκτακτες συμμετοχές μεμονωμένων τραγουδιών σε setlists δεν προσδοκάται. Κάτι που μπορεί να στεναχωρεί τους πιστούς οπαδούς, οι οποίοι (ειδικά στο Νησί) μιλούν για συμπλήρωση χατ-τρικ από τις ευρέως αποδεκτές κυκλοφορίες του από το 2008 και μετά, αλλά αποτελεί και το πιθανότερο σενάριο. Βλέπετε, το Sonik Kicks δεν βρίσκει δίχτυα με ευκολία...
Αφήνοντας όμως την ποδοσφαιρική ορολογία και τις παρομοιώσεις στην άκρη, κύριος υπεύθυνος για αυτό είναι το αίσθημα της χλιαρής απογοήτευσης που απομένει στο τέλος της ακρόασης. Παρά το φανταχτερό της περιτύλιγμα στο ζωηρό και έντονα χρωματιστό εξώφυλλο, η φετινή πρόταση του Paul Weller περιέχει λίγη ουσία. Τα 14 κομμάτια της δεν είναι παρά πληθωρικές ηχητικές προτάσεις με σύγχρονο αισθητικό πάτημα, οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν κατορθώνουν να σχηματίσουν τραγούδια: παραμένουν στο επίπεδο της άσκησης ύφους.
Στις μειοψηφικές βέβαια στιγμές όπου η τραγουδοποιία του Weller στέκεται πάνω από τους ηχητικούς εντυπωσιασμούς, το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει. Πρώτη τέτοια στιγμή είναι το ονειρικής πλεύσης “By The Waters”, η ορχηστρική αρτιότητα του οποίου το κάνει ιδανικό για επανειλημμένες ακροάσεις. Παρόμοια γοητεία εμπεριέχει και το “Study In Blue” (ντουέτο μετά της συζύγου) με το εκτεταμένο και εντυπωσιακό space dub τζαμάρισμα να έρχεται ως ευχάριστη έκπληξη εκεί που νομίζεις πως το τραγούδι οδεύει σε fade-out. Τέλος, τα “Dragonfly”, “Around The Lake” και “Drifters” κλείνουν την ομάδα των καλύτερων στιγμών του δίσκου, προσφέροντας το δυναμικό μέρος της εξίσωσης.
Πέρα όμως από τις παραπάνω αξιόλογες στιγμές, λίγα είναι εκείνα τα στοιχεία που ξεχωρίζουν για τους σωστούς λόγους. Ανεπαρκής παρά τα ηλεκτρονικά τσιλιμπουρδίσματα και το έντονο στυλιζάρισμα του ήχου κρίνεται η εναρκτήρια τριπλέτα του δίσκου, με φαντεζί αυξομειώσεις ήχου και στουντιακά εφέ να υποσκάπτουν την όποια συνθετική προσπάθεια. Και μπορεί σε σημεία ο Weller να θυμίζει τους Jam, κάτι τέτοιο όμως αποτελεί μια απλά υφολογική αναφορά άνευ ουσίας. Στην ίδια παγίδα πέφτει και το lead single “The Dangerous Age”, αδυνατώντας να ισορροπήσει το ψευδομοντέρνο ηχητικό του μέρος με το υπόβαθρο ενός καλού τραγουδιού, ενώ ως απλά συμπαθητικό κρίνεται το α-λα-Blur “When Your Garden's Overgrown”, καθώς και το ντουέτο που ξεπροβοδίζει τους ακροατές στην έξοδο. Ως επί το πλείστον χλιαρά πράγματα, δηλαδή...
Ούτε λόγος φυσικά για εκτός Βρετανίας breakthrough. Το άλμπουμ δεν έχει ούτε τη δυναμική, ούτε τον σκοπό να διεισδύσει σε νέα ακροατήρια. Πόσο μάλλον όταν ο καλλιτέχνης που το υπογράφει είναι πλέον 53 ετών και καθ’ όλη την καριέρα του υπήρξε «προϊόν» αυστηρά εσωτερικής κατανάλωσης. Δεν προκαλεί έτσι εντύπωση η εξωφρενικά αβανταδόρικη στάση του συνόλου του βρετανικού μουσικού τύπου προς τον βετεράνο σταρ. Με συμμετοχές από Noel Gallagher και Graham Coxon να συμπληρώνουν το πακέτο –άσχετα με το εάν η επιρροή τους στον ήχο του Weller δεν είναι τόσο ευδιάκριτη όσο πολλοί θα περίμεναν– δεν είναι και να απορείς.
Χρειάζεται λοιπόν μια ψύχραιμη ματιά απέναντι στο φαινόμενο Weller. Αναλογιζόμενος την ασταθή ποιοτικά πρόταση του Sonik Kicks, βλέποντας με συμπάθεια τον καλλιτέχνη, μα και κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις από τη βαθμολογική πανήγυρη που τον περιβάλλει, το σφύριγμα της λήξης (για να επανέλθουμε στα εισαγωγικά σχόλια) δεν μας βρίσκει μακριά από εκεί που ξεκινήσαμε. Τελικό αποτέλεσμα, η λευκή ισοπαλία...
{youtube}tXL8jH9uvF4{/youtube}