Όταν ένα μάτσο Διαπλανητικά-Υποβρύχια-Θηλυκά μετουσιωμένα σε ήχο σκάνε με ορμή πάνω στους ακουστικούς σου πόρους και σε αρπάζουν ταυτόχρονα από τον λαιμό και από τα αμελέτητα, τότε απλά το ξέρεις πως οποιαδήποτε προσπάθεια ανυποταγής και επιδίωξη διαφυγής θα είναι μάταιη. Άλλωστε το κακό κάρμα των Προηγούμενων Ζωών θα σε κυνηγάει αενάως μέσα στον χρόνο. Ποιος ο λόγος λοιπόν να μην υποκλιθείς στα άγρια ένστικτα του πρωτόγονου εαυτού σου και να μη «γιορτάσεις» τη μάταιη ύπαρξή σου ξεριζώνοντας τα λαρύγγια σου, ενόσω σε συνοδεύει ένας τέλεια ενορχηστρωμένος σκληροπυρηνικός ορυμαγδός;
Οποία έκπληξη όταν όλα τα παραπάνω μπορεί να τα βιώσει κανείς στο έκτο(!!!) δισκογραφικό βήμα μιας μπάντας που μετράει ήδη 15 χρόνια καριέρας. Της ορμώμενης από το Μπάφαλο της Νέας Υόρκης πεντάδας των Every Time I Die δηλαδή. Όπως και οι έτεροι επιφανείς εκπρόσωποι του σκεπτόμενου ακραίου ήχου –οι Dillinger Escape Plan– έτσι και οι Every Time I Die κατορθώνουν με κάθε κυκλοφορία τους να γίνονται ολοένα και καλύτεροι, μολονότι δεν χρησιμοποιούν τα εμβόλιμα κλασικότροπα και τζαζοειδή περάσματα των πρώτων. Μη περιοριζόμενοι στα όρια του ιδιώματος που υπηρετούν, αλλά καθορίζοντας οι ίδιοι το περιεχόμενο της κανονιστικής συμμόρφωσης που ορίζει την κατηγοριοποίησή τους στο ευρύτερο πλαίσιο του σκληρού ήχου, καταφέρνουν να ηγούνται και όχι να ακολουθούν.
Δια χειρός “Evil” Joe Baressi λοιπόν, οι Every Time I Die του Ex Lives κερδίζουν ακόμα περισσότερο όγκο και οξύτητα στον ήχο τους, πετούν στον κάδο απορριμμάτων τις πιο «ποπ» screamo στιγμές τους και ενορχηστρώνουν τον πιο απειλητικό, σοβαρό και ακραίο δίσκο της έως τώρα πορείας τους –μακριά από την επιτηδευμένη ντεθίλα συγκροτημάτων όπως οι Norma Jean λόγου χάρη. Σπουδαία κρίνεται η συμβολή του Ryan Leger στα κρουστά (αντικατέστησε τον Mike Novak μετά από δεκαετή παρουσία), ενώ και τα αδέλφια Keith & Jordan Buckley αποδεικνύονται φορμαρισμένα στο έπακρο.
Μπάντζο εισαγωγές (“Partying Is Such Sweet Sorrow”) και λοιπά southern rock στοιχεία (“Drag King”) εμπλουτίζουν εδώ τα τεράστια breakdowns, τους στακάτο ρυθμούς και τα κοχλάζοντα φωνητικά του Keith Buckley. Ο τελευταίος ακούγεται καλύτερος από ποτέ, πετυχαίνοντας έναν ιδεατό βαθμό επιθετικότητας, χωρίς να καταλήγει ποτέ προσποιητός ή υπερβολικός. Κάποιες παραμορφώσεις (όπως π.χ. στην έναρξη του “A Wild, Shameless Pain” και του “Underwater Bimbos From Outer Space”), οι ποικίλες διαβαθμίσεις στην προσέγγιση του εκάστοτε κομματιού, καθώς και οι εξαιρετικές clean vocal στιγμές του (“Revival Mode” , “Indian Giver”) –οι οποίες ποτέ δεν στερούνται έντασης– τον τοποθετούν σε κορυφαία θέση τραγουδιστή στο είδος που υπηρετεί. Συν τοις άλλοις, μας υπενθυμίζει πόσο ικανός στιχουργός είναι, ακονίζοντας το λεκτικό του οπλοστάσιο και αποδίδοντάς το με ψυχή και περίσσιο πάθος.
Κυριολεκτικά στα όρια του να απολαύσει μια ακόμα μεγαλύτερη βαθμολογική θέση, το Ex Lives σκοντάφτει στη σχετικά μικρή του διάρκεια, σε μια ειδική έκδοση η οποία με τα τρία bonus τραγούδια αφαιρεί παρά προσθέτει στη μοναδικότητα του εγχειρήματος και στη μη νεωτεριστική του φύση (αποτελεί μεν εξέλιξη του ήχου τους, αλλά στην ουσία δεν πρωτοτυπεί). Καθιερώνει ωστόσο τη γενεσιουργό του μπάντα στη συνείδηση των φίλων του ακραίου ήχου (και όχι μόνο) και την τοποθετεί ως ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση για τόσα και τόσα σαχλά γκρουπάκια, που με πρόσχημα την hardcore ταμπέλα παράγουν δίσκους-τραγωδίες. Προσωπικά θα κρατήσω ήδη μια θέση για την εικοσάδα του 2012!
{youtube}FrU-YBrOZfs{/youtube}