Το δίδυμο πίσω από τους MGMT έχει παίξει πανέξυπνα με το παρελθόν. Το ψυχεδελικό πέπλο που σκεπάζει τα δυο τους άλμπουμ υπήρξε το καθοριστικό στοιχείο για την προσωπική τους επικράτηση στο σύγχρονο εναλλακτικό σκηνικό, καθώς –αφενός– προσέδιδε γλυκιά νοσταλγία και –αφετέρου– εισήγαγε μια ολόκληρη γενιά σε μια ηχητική αντίληψη γνωστή σε πολύ λίγους. Ωστόσο, αν δεν υπήρχαν και οι πιο εμπορικές στιγμές του Oracular Spectacular, ίσως να μιλούσαμε για μια μπάντα η οποία ανασκάπτει το παρελθόν με υπερβάλλουσα και αξιοζήλευτη επιμονή.
Είναι προφανές λοιπόν ότι μια συλλογή με την επιμέλεια των MGMT χρησιμεύει και ως εισαγωγή στον παραμορφωμένο κόσμο τους, αλλά και ως επιβεβαίωση των επιρροών τους. Δεν χρειάζεται βέβαια και πολύς κόπος για να μαντέψει κανείς το περιεχόμενό της, καθώς η ατμόσφαιρα που αποπνέει είναι ευθέως αντίστοιχη με την τραγουδοποιητική μορφολογία του συγκροτήματος. Οπότε, τίθεται το θέμα εάν η επιλογή των συγκεκριμένων τραγουδιών δίνει μια ικανοποιητικά ρέουσα συλλογή.
Η εκδοχή λοιπόν των MGMT για το νέο μέρος των Late Night Tales εφαρμόζει απόλυτα τον γενικότερο τίτλο της σειράς. Περιέχει δηλαδή τραγούδια που ταιριάζουν με τη νυχτερινή ακρόαση, χαρακτηριζόμενα από τρυφερότητα, χαμηλές εντάσεις και συναισθηματισμό –κι όλα αυτά αναμεμιγμένα με την ψυχεδελική αύρα των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Είναι δηλαδή μια περιορισμένη καταβύθιση σε μια συγκεκριμένη εποχή και αντίληψη: από τον Julian Cope και τους Velvet Underground, μέχρι τους Spacemen 3 και τους Jacobites.
Αλλά η όλη προσπάθεια κάπου «βαλτώνει». Λείπει μια κάποια εξέλιξη από την όλη αφήγηση, τα διαφοροποιητικά εκείνα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν παραπάνω συγκινήσεις στο εγχείρημα. Με άλλα λόγια, η μακροσκοπική ομοιογένεια των επιλογών έχει ως αποτέλεσμα να φαίνεται λες και ακούγεται το ίδιο πάνω-κάτω τραγούδι επί 77 λεπτά και 25 δευτερόλεπτα. Τους MGMT κατέβαλλε δηλαδή μια μονομέρεια αδικαιολόγητη με βάση το δικό τους έργο. Θα ήταν για παράδειγμα εξαιρετικά λειτουργικό στα εδώ πλαίσια να φανεί από πού άντλησαν το ενδιαφέρον τους για τα μακρόσυρτα και ενίοτε απολαυστικότατα κιθαριστικά σόλο των τραγουδιών τους. Ακόμα και το «κερασάκι» της διασκευής του “All We Ever Wanted Was Everything” των Bauhaus από τους ίδιους τους MGMT είναι απλά μια ισοπεδωτική και φοβισμένη επανεκτέλεση, που αφαιρεί την απαστράπτουσα σκοτεινιά της αρχικής σύνθεσης.
Οι MGMT φαίνεται λοιπόν να καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που τους ανάγκασε να δημιουργούν στα ’00s. Δείχνουν με τη συγκεκριμένη συλλογή ότι νιώθουν απομονωμένοι στον κόσμο τους και δεν συναλλάσσονται με κανέναν σύγχρονό τους, εξ’ ου και η απουσία από εδώ κάποιου τωρινού –ή έστω δεκαετούς ηλικίας– τραγουδιστικού δείγματος. Καλή και χρήσιμη είναι η νοσταλγία, όμως πολλές φορές οδηγεί σε τοίχο. Άραγε θα χτυπήσουν πάνω του και τα επόμενα άλμπουμ τους; Ιδού ένα ερώτημα που σου δημιουργείται ακούγοντας το κατ’ αυτούς Late Night Tales.
{youtube}VPWq-ycMAvA{/youtube}