Μαύρες καλλονές ή νυχτερίδες και αράχνες, όπως λέει και το γνωστό τραγούδι;

Οι τέσσερις μαυροφορεμένες νεαρές Aμερικανίδες –η Ruby, η Shelby, η Lil’ Boo και η Olivia Jean– με νεκρική χλωμάδα στα πρόσωπά τους, με μπόλικο eye liner στα μάτια και με βλέμμα θανατηφόρο σίγουρα θα μπορούσαν να κάνουν θραύση στο Halloween.

Ο Jack White, από την άλλη μεριά, έχει αποδείξει ότι αρέσκεται να «παίζει» με μια πρώτη ύλη που μπορεί να θεωρείται β΄ διαλογής, προκειμένου να αναδείξει κάποιο διαμάντι ξεπεσμένο στον βούρκο της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας, το οποίο ν’ αγαπάει ιδιαίτερα την αισθητική των 1960s (βλ. Wanda Jackson). Έτσι, όταν γνώρισε τις Black Belles –που θα μπορούσαν να είναι απόγονοι της κακιάς μάγισσας από τον Μάγο Του Οζ– αποφάσισε να τους ανοίξει την πόρτα της δισκογραφικής του στέγης (Third Man) και να κάνει την παραγωγή στη μουσική τους. Και, μετά από μερικά επτάιντσα σε περιορισμένες κόπιες (φυσικά), έφθασε η στιγμή για το ντεμπούτο τους, το οποίο φέρει απλά το όνομά τους.

Μπάσο, ντραμς, κιθάρα, πλήκτρα κι ένα όργανο τύπου hammond με τρεις σκάλες που δεν σου φέρνει στο μυαλό τον ήχο των Doors ή των Deep Purple αλλά λειτουργεί όπως τα τρομακτικά μουσικά μέρη σε b-movies με βρικόλακες ή ζόμπι, χαρακτηρίζουν ηχητικά το ντεμπούτο αυτό. H ηλεκτρική κιθάρα ρυθμικά ξεδιπλώνει garage riffs με τέρμα την παραμόρφωση, ενώ υπάρχουν και μπόλικες επιρροές από το instrumental rock των Shadows και το surf rock των Ventures. Η θεατρική Olivia Jean ξεστομίζει στίχους άλλοτε σαν να κάνει ξόρκια κι άλλοτε σαν να χρειάζεται η ίδια εξορκισμό, ενώ δείχνει να ακολουθεί πιστά τη goth περσόνα που υπηρετεί το σκότος, αγγίζοντας τα όρια της γελοιογραφίας. Σε ό,τι αφορά πάντως στα φωνητικά, δείχνει να έχει κοπιάρει αρκετά το ύφος του Jack White –με αποτέλεσμα να γεμίζει τον δίσκο με μια μελωδική παραφωνία. 

Οι Black Belles δίνουν την αίσθηση ότι υπάρχουν κυρίως για τη δημιουργική εκτόνωση του Jack White, ο οποίος, με το καινούργιο παιχνίδι στα χέρια του, νιώθει ελεύθερος να βάλει στη συνταγή μια εσάνς από White Stripes, Raconteurs και Dead Weather ως σφραγίδα ή σήμα-κατατεθέν για τον ήχο του label. Η μπάντα των κοριτσιών συχνά μοιάζει σαν ένα μάτσο μαριονέτες στα χέρια του παραγωγού και παρόλο που τα τραγούδια τα έχουν γράψει οι ίδιες, η επίδραση του White γίνεται κάτι περισσότερο από εμφανής. Το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος με καλή παραγωγή και με αρκετές στιγμές μελωδικότητας (που αναδεικνύονται όμορφα), σε καμία περίπτωση όμως δεν έχουμε ένα άλμπουμ με στίγμα αυθεντικό.

Έτσι, οι Μαύρες Καλλονές μπορεί να επιπλεύσουν όσο διατηρείται ο αέρας του b-something σε λάτρεις του garage ήχου που επανέρχεται από τα σκονισμένα 1960’s. Όμως φαίνονται εγκλωβισμένες σε αυτό το πολύ ειδικό πράγμα που κάνουν (γκαραζογκόθ;), το οποίο είναι μεν διασκεδαστικό για μια βραδιά Halloween και για μια, άντε δύο ακροάσεις, αλλά όχι για κάτι παραπάνω.

 

{youtube}WaDOFaRVY6I{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured