Κλασική μουσική μεν, στη μοντέρνα όμως εκδοχή της, εκείνη που αγαπούν και οι ηλεκτρονικάριοι και οι παντός είδους αβανγκαρντίστες. Έτσι για να ξεμπερδεύουμε με τις ταμπέλες, γιατί η «ψυχή» του συγκεκριμένου δίσκου δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την όποια στιλιστική κατάταξη.
Αρκετά από τα πράγματα που δεν ορίζουν μεν το Felt του Nils Frahm, μα το ξεχωρίζουν συμβαίνουν έξω από τον αυστηρά μουσικό του κόσμο, παράλληλα με αυτόν. Είναι λ.χ. η βαθιά ανάσα που παίρνει ο Γερμανός πριν ξεκινήσει να ρομαντζάρει με το “Kind”, η οποία μου έφερε κατά νου το στιγμιαίο πλατάγισμα των χειλιών του David Gilmour στο “Fat Old Sun”. Ή οι ήχοι που αφήνει να υπάρξουν στο περιθώριο της μουσικής του, ως ένα «σπιτικό» ας πούμε φόντο –τριξίματα στο πάτωμα κτλ. Και κυρίως οι μικρές σιωπές ή και η ηχώ ακόμα από τα χτυπήματά του στα πλήκτρα του πιάνου (“Less”). Στο “Snippet” μάλιστα ακούς κάθε κίνηση των δαχτύλων του κι αυτό έχει προφανώς επιδιωχθεί συνειδητά, αφού προϋποθέτει κατάλληλη τοποθέτηση μικροφώνων σε μέρη μη συνηθισμένα για μια πιανιστική ηχογράφηση. Είναι ίσως περίεργο, μα όλα αυτά δένουν καταπληκτικά με τη μουσική, συμβάλλοντας με έναν απροσδιόριστο (ίσως και λίγο σουρεαλιστικό) τρόπο στη μουσικότητά της.
Βέβαια, ένας τέτοιος νατουραλισμός έρχεται (φαινομενικά) σε αντίθεση με τη φύση της μουσικής του Fram. Φύση ελλειπτική, που θα δημιουργήσει υποθέτω σε πολλούς ακροατές την αίσθηση ότι ο Γερμανός τους απευθύνεται με τρόπο εγκεφαλικό –και γι’ αυτό όχι εύληπτο. Είναι περίεργο το πώς πηδάνε όλοι από χαρά όταν ακούν κάτι που τους παραπέμπει στον Σοπέν, μα μαζεύονται όταν η δομή απλωθεί και επικαλεστεί την αφαίρεση (πρόκειται για μεγάλη συζήτηση και εδώ δεν είναι ο τόπος και ο χρόνος). Ωστόσο ο Fram εμπεριέχει και τον Σοπέν μα και κάτι από Mike Oldfield και πολλά από τον Ερίκ Σατί (προσέξτε το “Unter”). Και την ίδια στιγμή το άλμπουμ είναι και Nils Frahm, δουλειά ενός συνθέτη μόλις 23 χρονών, που φτιάχνει μουσική θεσπέσια, την οποία πρέπει να νιώσεις και όχι απλά να «καταλάβεις».
Αν λοιπόν αφήσεις το Felt να σε ξεκλειδώσει, θα διαπιστώσεις ότι κουβαλά μεγάλη συναισθηματική αξία –τη δηλώνει άλλωστε κι ευθέως, μέσω του τίτλου του. Κυρίως όμως θα διαπιστώσεις ότι σου απευθύνεται με όρους ενός ενδοσκοπικού (και συχνά μελαγχολικού) ρομαντισμού της σύγχρονης αστικής ιδιώτευσης, παρά μέσω κάποιας ακαδημαϊκής εγκεφαλικότητας. Είναι μουσική με ρίζες στο τιτάνιο κλασικό παρελθόν, μα και μουσική για όλους εμάς που ζούμε στη μεγάλη πόλη, είμαστε νέοι ή όχι και τόσο νέοι πια και συχνά ξενυχτάμε με ασαφείς διαθέσεις μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών μας. Πιστεύοντας ότι κάπου, κάπως μέσα σε όλο αυτό το χάος της διαθλασμένης και κατακερματισμένης ψηφιακής επικοινωνίας μπορεί να επιβιώσει και ο ρομαντισμός και το ζην με τον πλησίον.
{youtube}T3nInqdwyaw{/youtube}