«God, what a career this man has had...», διαβάζω κάπου στα άπειρα σχόλια του YouTube. Και είναι αλήθεια. Απλή και σταράτη, μ’ έναν Θεό μπροστά –όπως και τα τραγούδια του Glen Campbell.
Κάπου εδώ, όμως, έφτασε το τέλος. Όχι γιατί τελείωσε η έμπνευση ή γιατί κόπασε η φλόγα, αλλά γιατί μίλησε η ρημάδα η φθορά. O Campbell το είδε, το ζύγισε, έβαλε το καλό του κουστούμι, ίσιωσε την κόκκινη γραβάτα και μας αποχαιρετά με το πιο πλατύ του χαμόγελο. Και, λίγο πριν κλείσει την πόρτα, μας χαρίζει κι ένα τελευταίο αναμνηστικό –έτσι για να τον θυμόμαστε όταν πια εκείνος δεν θα μπορεί.
Όμως το Ghost On The Canvas δεν είναι απλά ένα συναισθηματικά φορτισμένο τελευταίο σουβενίρ. Είναι δισκάρα. Πες το κάντρι, πες το ροκ, μέσα θα είσαι: είναι και τα δύο, ανάλογα με το τι προτιμά κάθε φορά ο δημιουργός του, που άλλωστε πέρασε μια ζωή ανάμεσα στα δύο είδη. Και στη διαδρομή έβγαλε μόνος του πιο πολλούς σημαντικούς δίσκους από όλο το americana ιδίωμα μαζί. Να το πούμε κι αυτό, γιατί κάποιοι εκεί έξω έχουν φτάσει να θεωρούν καλούς και συνεπείς καλλιτέχνες σαν τους Calexico ως «σπουδαίους».
Όταν λοιπόν ο Glen Campbell του Ghost On The Canvas θέλει να ακουστεί «επαρχιώτης», το κάνει με μια αυθεντικότητα που μόνο ίσως ο Dwight Yoakam έχει διατηρήσει από τους country επιγόνους. Όταν πάλι θέλει να παίξει ροκ, θυμίζει ότι κάτι τέτοιο πάει συνήθως πακέτο με το ρολ –γιατί σαν να το έχουμε ξεχάσει τελευταία ψάχνοντας για εγκεφαλικότητες, πειραματισμούς, ενορχηστρωμένες θερεμίνες και αφρικάνικα όργανα που δονούν ίσως τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, μα δεν κάνουν τον πισινό μας να κουνιέται. Όταν δε γράφει ως singer/songwriter, απλά θα έπρεπε να διδάσκεται σαν παράδειγμα στις αρμαθιές βαρετών τραγουδοποιών που μας έχουν κατακλύσει: και για το πώς μπορείς να βγάλεις τα σώψυχά σου δίχως να καταντήσεις κλαψιάρης και ως προς το ότι καλό είναι να γράφουμε και κανά χαρούμενο τραγούδι γιατί α) η ζωή δεν είναι μονοδιάστατη β) εκεί αποδεικνύουμε ότι «το ’χουμε».
Μελωδίες να τις πιεις στο ποτήρι, εκτελέσεις αριστοτεχνικές και μια παραγωγή-υπόδειγμα για το συγκεκριμένο φάσμα του ήχου. Αλλά και στίχοι απλοί μα δυνατοί, που κουβαλούν σε κάθε τους σχεδόν λέξη το απόσταγμα σοφίας μιας αληθινά γεμάτης ζωής, η οποία περιείχε και γυναίκες και αλκοόλ και κοκαΐνη μα και μια περήφανη στράτευση στο πλευρό των Ρεπουμπλικάνων, μένοντας μακριά από εμετικές αγιοσύνες ή ψευτο-κωλοπαιδισμούς. Και βέβαια οι ερμηνείες του Campbell: οι υπέροχες αυτές ερμηνείες με την εξαιρετική άρθρωση και την ελαφρά καουμπόικη χροιά –ο άνθρωπος είναι 75 χρονών μα τραγουδάει θαυμάσια.
Αυτό είναι με δυο πινελιές το σύμπαν του Ghost On The Canvas και τραγούδια σαν τα “In My Arms”, “A Thousand Lifetimes”, “It’s Your Amazing Grace”, “Hold On Hope” ή το ομώνυμο (γραμμένο από τον Paul Westerberg των Replacements) είναι οι λαμπρότεροι πρέσβεις του. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να μην μπλέξω με τα μισά και με τα δεκαδικά βαθμολογώντας τον Glen Campbell. Θα ήταν ασυγχώρητη μιζέρια απέναντι σε ένα τέτοιο ύστατο χαίρε να τον άφηνα με ένα 7 κόμμα οτιδήποτε.