«Έχουμε μια μάλλον σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ», λένε οι Veronica Falls και αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό αρκεί να δει κάποιος γραμμένο το όνομά τους, χωρίς να έχεις ακούσει ούτε μια νότα από το ομώνυμο ντεμπούτο τους.
Οι Roxanne Clifford και Patrick Doyle συμμετείχαν ήδη σε άλλα συγκροτήματα (Royal We, Sexy Kids) όταν έγινε η πρώτη τους γνωριμία σε μια συναυλία των Comet Gain, το 2009. Όταν οι μπάντες τους διαλύθηκαν, οι δυο τους αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους τον ουρανό της Γλασκόβης και να κατηφορίσουν στο Λονδίνο –όπου βρίσκεται σήμερα η βάση τους. Εκεί, μέσω ενός κοινού φίλου, συναντήθηκαν με τον James Hoare (Your Twenties), ενώ λίγο αργότερα στην παρέα τους θα ερχόταν και η Marion Herbain, η οποία έμαθε να παίζει μπάσο μέσα σε έναν μήνα(!), όπως τουλάχιστον λέει η ίδια.
Τα δύο αγόρια και τα δύο κορίτσια –σε πείσμα των μεγάλων εντύπων που συγκρίνουν τα τραγούδια τους με τον ήχο της C 86 (The Primitives, The Shop Assistants, κ.λ.π.) αλλά και με σύγχρονα σχήματα όπως οι Vivian Girls– απαντούν ότι δεν θέλουν να εγκλωβιστούν σε κανενός είδους ήχο, γιατί αυτό «δεν είναι υγιές για μια μπάντα», ενώ τονίζουν ότι οι βασικές επιρροές τους βρίσκονται πολύ πιο πίσω στον χρόνο, στις μουσικές των Velvet Underground, του Roky Erickson και του Alex Chilton, καθώς και στις παραγωγές του Phil Spector και στην ποπ αισθητική της δεκαετίας του 1960.
Ηλιόλουστες ποπ αρμονίες και lo-fi αισθητική δεκαετίας 1980, shoegazing riffs και κιθάρες οι οποίες φλερτάρουν με τον απόηχο των Jesus & Mary Chain, ατμόσφαιρες που ξεγλιστρούν σε noisy pop μονοπάτια, σε mid και up-tempo μελωδίες που ντύνουν μελαγχολικοί στίχοι –οι οποίοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το «ανάλαφρο» της μουσικής. Ραγισμένες καρδιές και βόλτες στο νεκροταφείο, αποξένωση και μιζέρια, ο χρόνος που βάφεται γκρι κι ένας ήλιος που ποτέ δεν λάμπει…
Η φωνή της Roxanne «παίζει» με άνεση ανάμεσα στη goth σκοτεινιά των 1980s και στην ποπ ελαφρότητα των 1960s, μοιάζει ωστόσο επιτηδευμένα αποστασιοποιημένη, όσο το ανέκφραστο πρόσωπο ενός μοντέλου που περπατάει σε μια πασαρέλα. Μια φωνή χωρίς σκαμπανεβάσματα και ιδιαίτερο χρώμα, η οποία –ενώ συνήθως βρίσκεται στο προσκήνιο– συχνά «χάνεται» κάτω από τη συνοδεία των ανδρικών φωνητικών.
Οι Veronica Falls χαρακτηρίζουν τον δίσκο τους ως «δυνατό, ήσυχο, πιασάρικο και μερικές φορές μελαγχολικό» και δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα συμφωνήσουν μαζί τους. Το κουαρτέτο έχει φτιάξει εδώ μια δουλειά με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, με ιδιαίτερη έμφαση στο «πιασάρικο», το οποίο για κάποιους μπορεί και να εμπεριέχει και την έννοια του «δυνατού». Θλιμμένο ναι, ελαφρώς σκοτεινό ίσως, ήσυχο ενδεχομένως.
Στην προσπάθειά τους πάντως να μην εγκλωβιστούν σε κάποιο ήχο, οι Veronica Falls έχουν πράγματι φτιάξει ένα ευχάριστο κολάζ –όπου αφομοιώνονται ικανοποιητικά οι ετερόκλητες επιρροές τους– το οποίο όμως, ενώ δείχνει ότι υπάρχει η πνοή, δεν αφήνει εκείνο το δυνατό ηχητικό στίγμα που θα τους ξεχωρίσει με συνοπτικές διαδικασίες από τις υπόλοιπες μπάντες της βρετανικής indie pop σκηνής.