Όσο και να γκρινιάζουμε συχνά-πυκνά, δεν μας μένει άλλη επιλογή από το να παραδεχτούμε ότι οι Coldplay είναι πιθανόν το μοναδικό σχήμα της ύστερης μουσικής πραγματικότητας που καταφέρνει να γεμίζει γήπεδα και να κρατά ακλόνητα τα «εναλλακτικά» άλλοθι. Δεν είναι και λίγο πράγμα αυτό, ιδίως σε καιρούς που οι τεράστιοι συναυλιακοί χώροι δονούνται μόνο από δυνατά beats και οι μοναδικές κιθάρες οι οποίες ακούγονται είναι τουλάχιστον 30 ετών. Και ας μην γελιόμαστε, οι Coldplay πάντα κυκλοφορούσαν δίσκους με παραγωγή εξόχως επαγγελματική –και με άποψη.
Εδώ είμαστε λοιπόν, με τους Coldplay να κυκλοφορούν τον πέμπτο δίσκο τους μετά από μια σειρά επιτυχημένων εγχειρημάτων, με σημαντικότερο εξ’ όλων το Viva La Diva Or Death And All His Friends, που αποτέλεσε την πιο εμφανή μέχρι σήμερα απόπειρά τους να παρασυρθούν από την καλλιτεχνική τους ροπή. Αυτή η διάθεση καταμαρτυρούσε μια ανησυχία η οποία ήταν, από μορφολογικής και μελωδικής άποψης, τουλάχιστον ενδιαφέρουσα –έστω κι αν τελικά αποδείχθηκε άνιση στο σύνολό της. Αλλά και πάλι τα γήπεδα γέμιζαν και έκλειναν τα στόματα.
Το θέμα ήταν λοιπόν σε ποια μεριά θα έπεφταν οι Coldplay μετά την προηγούμενη ακροβασία τους: θα έκαναν ένα βήμα πίσω για να διασφαλίσουν τα κεκτημένα τους; Ή θα προχωρούσαν πιο βαθιά, σε θολά και αντιεμπορικά νερά; Ενώ λοιπόν το Mylo Xyloto αποδεικνύεται προφανέστατα παιδί της συγκεκριμένης ανησυχίας, το αποτέλεσμα μοιάζει τελικά με ένα ανέμπνευστο σύνολο που πασχίζει να βρει τον εαυτό του.
Πρώτα-πρώτα, η συνολική λογική του δίσκου είναι σαφέστατα φωτεινή. Από το artwork ήδη φαίνεται η στροφή από τους βαρείς πίνακες του Viva La Diva... προς ένα αστικό, πολύχρωμο και ελπιδοφόρο γκράφιτι. Αλλά και στο ηχητικό επίπεδο οι μελωδίες ηχούν οπτιμιστικές και περισσότερο εξωστρεφείς. Μοιάζει δηλαδή σαν οι Coldplay του Mylo Xyloto να επιθυμούν να γιορτάσουν το παρόν, έχοντας ως πεδίο ψυχαγωγίας την πραγματικότητα. Και εδώ σημειώνεται μια ενδιαφέρουσα αντίθεση: αν και τα εφέ στα όργανα και η παραγωγή φτιάχνουν ένα σχετικά ονειρικό περιβάλλον, τα τραγούδια μένουν προσγειωμένα στο έδαφος. Ή μάλλον ισοπεδωμένα.
Πέρα όμως από την παραγωγή, είναι και το άλμπουμ αδύναμο. Το “Paradise” θα μπορούσε να γίνει pop anthem, αλλά τρώει τις σάρκες των δημιουργών του βάσει της επανάληψης –τίποτα καινούργιο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το έτερο ραδιοφωνικό πόνημα, το “Every Teardrop Is A Waterfall”, το οποίο μοιάζει να θέλει να συνδέσει την αναζήτηση με την απήχηση. Και δεν τα καταφέρνει. Το “Major Minus”, από την άλλη, αρπάζει το εγχειρίδιο επιτυχίας των U2 και το κοπιάρει υπέροχα, ενώ στο “Princess Of China” περνούν μεν ο Brian May και o Leonard Cohen, μόνο όμως ως μουσικά και στιχουργικά ψήγματα –οπότε και χάνονται μέσα στην αισθητική του τραγουδιού, που βουλιάζει από την upbeat ραδιοφωνίλα. Ενδιαφέρουσα είναι ωστόσο η συμμετοχή της Juanita Stein, αποκλειστικά και μόνο όμως λόγω του ότι ακούγεται μια διαφορετική φωνή.
Με το Mylo Xyloto, λοιπόν, οι Coldplay προσπαθούν να πατήσουν σε δυο βάρκες, μα δεν καταφέρνουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις χαριτωμενιές και στην σκεπτόμενη ποπ. Γιατί τους λείπει το σημαντικότερο: τα καλά τραγούδια. Ο δίσκος δεν έχει ούτε ένα θέμα, ούτε μια μελωδία, ούτε μία ηχητική πινελιά που να κεντρίζει το ενδιαφέρον. Απλώνεται μόνο ένα σεντόνι ευχάριστο μεν, το οποίο καταντάει μανιέρα. Εν τέλει, οι Coldplay θα συνεχίσουν να γεμίζουν τα στάδια όπου παίζουν, επειδή δεν θα έχουν δυσαρεστήσει κανέναν με αυτόν τον δίσκο. Δεν βάζουν άλλωστε καμιά διαχωριστική γραμμή...