Οι Ben Kraef και Rainer Böhm βρίσκονται ηλιακά γύρω στα 30 και ζουν πλέον στη Νέα Υόρκη, όπου και συνεχίζουν τις μουσικές τους σπουδές (έχοντας μάλιστα αμφότεροι λάβει σχετική υποτροφία). Παίζοντας τενόρο σαξόφωνο και πιάνο αντιστοίχως, αποτελούν τον βερολινέζικο πόλο του κουαρτέτου, το οποίο συμπληρώνεται από ένα νεοϋορκέζικο rhythm section, τον (επίσης νεαρό) ντράμερ Marcus Gilmore και τον (λιγάκι μεγαλύτερο) κοντραμπασίστα John Patitucci.
Το παρόν άλμπουμ αποτελεί δισκογραφικό ντεμπούτο για τον Ben Kraef ως leader (μιας κι αυτός έχει γράψει τις εννέα από τις δέκα συνθέσεις –η δέκατη είναι μία διασκευή στο “You Only Live Twice” του John Barry) και τοποθετείται ευλόγως από την ACT στη σειρά «Young German Jazz».
Ακούγοντας το Berlin-New York υπό διαφορετικές περιστάσεις και σε ικανό αριθμό επαναλήψεων, η αξιολογική σου κρίση διέρχεται από κάποιες μεταπτώσεις. Στην αρχή διαπιστώνεις μια έλλειψη πρωτοτυπίας· νιώθεις πως οι εκφραστικοί δρόμοι στους οποίους πατά το κουαρτέτο είναι χιλιοπερπατημένοι. Αυτή η αισθαντική, χαλαρή τζαζ (cool jazz) που κυρίως υιοθετείται, οριοθετεί ένα σχετικά περιορισμένο εύρος –με το κουαρτέτο να μην ανησυχεί ιδιαίτερα για τη διεύρυνση ή για τον ουσιαστικό εμπλουτισμό του. Οι νόρμες δηλαδή δεν αμφισβητούνται, ακολουθούνται με ευλάβεια. Και μολονότι το σχήμα καταφέρνει να εμποτίσει μία δόση συγχρονικότητας στο όλο αποτέλεσμα, αισθάνεσαι πως οι πιθανότητες του δίσκου να συγκροτήσει για αυτούς έναν προσωπικό ήχο μειώνονται σημαντικά.
Κάτι τέτοιο πάντως δεν αποτελεί από μόνο του ικανό στοιχείο για να καταχωνιάσεις το Berlin-New York στο βάθος της δισκοθήκης σου. Οι συνθετικές επιλογές μπορεί να μη βοηθούν στην εξεύρεση μιας προσωπικής φωνής, ο δίσκος όμως ανασύρει μία (σχετικώς) πολυδιάστατη ρητορική στην επιτέλεσή του. Εάν, με άλλα λόγια, ξεπεράσουμε το πού βαδίζει ο συγκεκριμένος δίσκος και εστιάσουμε στο πώς, τα πράγματα αρχίζουν κι αποκτούν ενδιαφέρον.
Σε αυτό το επίπεδο λοιπόν, βρίσκουμε το τενόρο του Kraef, το οποίο φαίνεται να έχει χωνέψει ικανοποιητικώς όλες τις συνδηλώσεις των επιρροών του (βλέπε Sonny Rollins, βλέπε cool jazz πατήματα, καίριες bop αναφορές κ.λ.π.). Κυριότερα ωστόσο στεκόμαστε στο πιάνο του Böhm, το οποίο μάλλον αποτελεί και την αποκάλυψη του δίσκου. Και οι δυο μαζί, εναλλασσόμενοι στην πρωτοκαθεδρία της μελωδίας, καταφέρνουν να εμπνεύσουν την απαιτούμενη για την περίσταση σιγουριά, ώστε να αφεθείς στις γραμμές τους.
Στον μισό περίπου δίσκου, οι ρυθμοί είναι σχεδόν νωχελικοί και είναι τότε που τα πατήματά τους αποκτούν μια βαθιά ευγένεια κι έναν γλυκόπικρο συναισθηματισμό. Με την περιπετειώδη του προσέγγιση, ο Böhm είναι αυτός που δίνει το κάτι παραπάνω σε συνθέσεις όπως το “Another Day’s Song” ή το “For Spring To Come” και απογειώνει άλλες (“Skystepper”), ενώ το rhythm section των Patitucci/Gilmore γίνεται ανά στιγμές αρκετά ευφάνταστο, βρίσκοντας τρόπους να υπερβεί τη ρυθμική στατικότητα. Προσθέστε και κάποιες επιτυχείς επικλήσεις στο bop (μια τέτοια λ.χ. είναι το “Willie B”) και ξάφνου η περί του δίσκου αξιολογική κρίση μοιάζει να παίρνει ένα στέρεο θετικό πρόσημο. Μπορεί να μην σου λέει κάτι καινούργιο, συνειδητοποιείς όμως πως αυτό που σου προτείνει διαθέτει τη στόφα καλής (έστω και συμβατικής) τζαζ.
Το Berlin-New York των Ben Kraef & Rainer Böhm καταφέρνει έτσι να σταθεί όρθιο, ισορροπώντας την έλλειψη νεωτερισμού ή πρωτοτυπίας με συναισθηματική επάρκεια. Κι αν λάβουμε υπόψη πως πρόκειται για τον πρώτο δίσκο ενός νεανικού (με την εξαίρεση του Patitucci) κουαρτέτου, αυτή η επάρκεια δίνει τις ελπίδες για μία αξιόλογη συνέχεια.