Gavin Rossdale και Gwen Stefani αποφάσισαν να κάνουν ένα διάλειμμα από τα βάσανα της συζυγικής ζωής και να επιστρέψουν δριμύτεροι στο μουσικό προσκήνιο, ο καθένας καβάλα στο άρμα της μπάντας που ηγείται και μέσω της οποίας αναδείχθηκε εκεί γύρω στα μέσα των τιμημένων 1990s... Και ενώ οι No Doubt το πάνε από αναβολή σε αναβολή για την κυκλοφορία του νέου τους δίσκου, ο Gavin Rossdale και οι νεκραναστημένοι Bush κόβουν πρώτοι το νήμα αυτής της διπλής, οικογενειακής επιστροφής.
Ακολουθώντας την απογοήτευση μιας οικτρής κινηματογραφικής καριέρας –με ρόλους σε ταινίες τύπου Constantine– και φλερτάροντας με την απόλυτη ανυποληψία σε μουσικό επίπεδο τόσο με τους Institute όσο και σόλο, ο Rossdale αποφάσισε καθώς φαίνεται να παίξει το τελευταίο του χαρτί με τους Bush. Καθώς όμως η κληρονομιά των τεσσάρων πρώτων δίσκων τους αποδείχτηκε αμφιβόλου αξίας και διαχρονικότητας, δεν μπορώ παρά να εκφράσω την έκπληξή μου για μια τέτοια επιλογή: οι Bush έμελλε να μπουν στο χρονοντούλαπο της μουσικής ιστορίας, κατηγοριοποιημένοι ως ένα μετριότατο συγκρότημα με λίγες ενδιαφέρουσες, αμερικανίζουσες εκλάμψεις. Του λόγου το αληθές αποδεικνύει και το γεγονός πως ουδείς τους πεθύμησε καθ’ όλη τη δεκαετή απουσία τους. Χαρτί καμένο, επομένως: η «post-grunge» (όπως χαρακτηρίζεται) βρετανική μπάντα δεν θα μπορούσε να φαντάζει πιο ανεπίκαιρη στις μέρες μας.
Επιπλέον, στην επιστροφή αυτή δεν ενεπλάκη το δημιουργικό ήμισυ των Bush, ο κιθαρίστας Nigel Pulsford και ο μπασίστας Dave Parsons. Ίσως και να έπραξαν σωστά, καθώς το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται μεν ηχητικά συγγενές με το παρελθόν, δεν αφήνει όμως περιθώρια για κολακευτικά σχόλια. Κι αυτό γιατί στο The Sea Of Memories οι Bush μας παρουσιάζουν τραγούδια χωρίς ψυχή, με διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και παραγωγή που φέρνει δάκρυα στα μάτια όσων εκτιμούν τον τραχύ ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας σε μια alternative rock μπάντα –πόσο μάλλον όταν αυτή έχει ως ορμητήριο την τιμημένη δεκαετία του 1990. Oποία έκπληξη για τον Bob Rock, του οποίου η παρουσία πίσω από την κονσόλα έχει πάψει εδώ και καιρό να εμπνέει την οποιαδήποτε εμπιστοσύνη...
Έχοντας αποτύχει λοιπόν να αφήσουν το στίγμα τους σαν μπάντα στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν και με ισχνή καλλιτεχνική υπόσταση στο σήμερα, οι Bush επιχειρούν εδώ μια σχεδόν πενηντάλεπτη βουτιά στη Θάλασσα των Αναμνήσεων. Ανασύρουν από εκεί μνήμες και ήχους ασύμβατους με τη μουσική πλεύση της σύγχρονης εποχής, με ασθενείς κυματισμούς των οποίων το πλάτος ταλάντωσης αδυνατεί να δημιουργήσει την οποιαδήποτε ηλεκτρική τρικυμία. Ψευδοπνευματικό στιχουργικό περιεχόμενο και συγκρατημένες ερμηνείες εκ μέρους Rossdale, κιθάρες που ούτε κατά διάνοια δαγκώνουν, βαρετές αλληλουχίες από ακόρντα, ηλεκτρονικές μοντερνιές στο φόντο και το βλέμμα καρφωμένο στα ακίνδυνα λημέρια των FM.
Δεν είναι πάντως ότι οι Bush παράγουν ένα εξαιρετικά κακό άλμπουμ, ακόμα κι αν αντιλαμβάνονται το σήμερα κάπου μεταξύ Nickelback και 3 Doors Down κατήφειας: με τις κατάλληλες προϋποθέσεις και όταν όλα τα συστήματα άμυνας του οργανισμού του ακροατή βρίσκονται σε καταστολή, το The Sea Of Memories μπορεί και να φανεί ανεκτό μέσα στην άπλετη μετριότητά του. Ασυγχώρητο είναι, τελικά, το πόσο εμπορικά προσκείμενο ακούγεται και το πόσο υπολογισμένα δείχνει να δημιουργήθηκε. Ας ελπίσουμε η σύζυγος του Rossdale να τα καταφέρει καλύτερα στη δική της παρελθοντολάγνα εξόρμηση...