Σαφής μορφολογικός ορισμός για το grunge δεν υπάρχει. Γιατί ουσιαστικά ήταν μια αντίδραση παρά μια πρόταση. Όλες λοιπόν οι μπάντες που δραστηριοποιήθηκαν στο βροχερό Σιάτλ από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μοιράζονταν κάποιες κοινές αντιλήψεις και λειτουργούσαν ως «σκηνή». Ήθελαν να ξεφύγουν από το στυλιζαρισμένο ροκ με το φριζαρισμένο μαλλί και την υπερτροφική προβολή για να επιστρέψουν στην ουσία. Και χρησιμοποίησαν την πανκ ιδιοσυγκρασία για να παίξουν τα πάντα. Ο τρόπος τους εμφάνιζε τρομερή ποικιλία: κοφτερές κιθάρες για τους Mudhoney, αυτοκαταστροφικές τάσεις για τους Nirvana, βαρύ πέπλο για τους Alice In Chains, τσιμεντένια θεμέλια για τους Soundgarden. Και εσωστρεφείς αναζητήσεις για τους Pearl Jam, πασπαλισμένες με ριφ και σόλο. Τελικά οι διαφορετικές ενσαρκώσεις του grunge ακύρωσαν τη συνοχή ενός υποτιθέμενου ιδιώματος και το ίδιο κάηκε από την ανυπαρξία μανιφέστου, τις ουσίες και την εμπορική υπερεκμετάλλευση.
Από τους πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης –και στις θετικές μα και στις αρνητικές απολήξεις της– υπήρξαν προφανώς οι Pearl Jam, μπάντα η οποία γεννήθηκε κυριολεκτικά μέσα στη σκηνή του Σιάτλ. Όλα τα μέλη τους έπαιζαν σε σημαντικά σχήματα της εποχής, που τελικά συνασπίστηκαν υπό την όμορφη δημόσια εικόνα του Καλιφορνέζου Eddie Vedder. Και μην είμαστε άδικοι: οι Pearl Jam όχι μόνο επέζησαν του σαρωτικού στροβίλου της εποχής, αλλά παρήγαγαν κατά καιρούς υπέροχους δίσκους. Από το ντεμπούτο τους Ten, που πάντοτε στέκει αγέρωχο ως μνημείο του ροκ, μέχρι τη διαλυτική αλλά όμορφη ανισότητα του No Code. Από 'κει και πέρα, μετά το 1998, οι Pearl Jam είχαν να διαχειριστούν την ήδη τεράστια κεκτημένη ταχύτητά τους και τη δυσανάλογη με την καταγωγή τους επιτυχία.
Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητό γιατί έχει νόημα η καταγραφή της πορείας τους σε ένα ντοκιμαντέρ –και για τους fans και για όσους θέλγονται από την ύστερη μουσική ιστορία. Οι πρώτοι έχουν να θυμηθούν τις εποχές της υποτιθέμενης αθωότητας, να συγκινηθούν με την ανάμνηση των στιγμών που συνόδευσαν μερικά πανέμορφα κομμάτια των Pearl Jam, τους έρωτες, τις λύπες, τους ανθρώπους και τον ενθουσιασμό. Όλοι το παθαίνουμε. Οι δεύτεροι έχουν να παρατηρήσουν το πώς μια μπάντα σκάει θεωρητικά από το πουθενά και κατακτά ολόκληρο τον κόσμο με τα προσωπικού χαρακτήρα τραγούδια της. Το αναδρομικό σύνολο του Twenty έρχεται έτσι να υπενθυμίσει την ισχυρότατη ελκυστικότητα των συναυλιών των Pearl Jam, παράλληλα με τη γραμμική εξέλιξη του χρόνου.
Εδώ λοιπόν παρουσιάζεται μια εκτενής αναδρομή σε ηχογραφήσεις των Pearl Jam, ο τόπος καταγραφής των οποίων δείχνει από μόνος του την «περιπέτεια» του συγκροτήματος. Το ένα δισκάκι είναι –τυπικά– το σάουντρακ του πρόσφατου ντοκιμαντέρ του Cameron Crowe με ζωντανές αποτυπώσεις, ενώ το δεύτερο περιέχει σπάνια ηχητικά από την πορεία της μπάντας. Έτσι, μέσα σε δύο CD, μεταφερόμαστε από το Σιάτλ στη Ζυρίχη και από το τηλεοπτικό στούντιο του Saturday Night Live στην Ταϊβάν και στις Φιλιππίνες. Όλα τα κατέκτησαν οι Pearl Jam κι απολύτως δικαιολογημένα. Και ως ελάχιστο αποδεικτικό στοιχείο στέκει η εξωτερική ηχογράφηση του “Why Go?” από το Αμβούργο. Παρότι κακή, δεν εμποδίζεται με κανένα τρόπο η ροή της δύναμης από τα ηχεία, ενώ το κομμάτι φαίνεται να έχει τη γλύκα της ξεθωριασμένης φωτογραφίας.
Η μπάντα όμως δεν είναι μόνη της. Αφενός τα καλύτερα δείγματα του Twenty εντοπίζονται στα σημεία όπου ο κόσμος των Pearl Jam δίνει το παρών και συμμετέχει με πρωτοφανή ορμή στα επί της σκηνής τεκταινόμενα –όπως π.χ. στο ανατριχιαστικό “Better Man”. Αφετέρου, αποδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος τους γενικότερα στη μουσική του τόπου τους σε περιπτώσεις π.χ. όπως το demo των Temple Of The Dog ή η εκτέλεση του “Walk With Me” του Neil Young, μαζί με τον ίδιο επί σκηνής. Και εδώ βρίσκονται και μερικά συλλεκτικά δείγματα της πρώιμης και κατοπινής έκφρασης των Pearl Jam, είτε μιλάμε για ορισμένες demo ηχογραφήσεις, είτε για τη συναυλία τους ως Mookie Blaylock.
Ένας άνθρωπος που γιορτάζει είναι λογικό μέσα στη χαρά του να είναι φλύαρος. Έτσι κι αυτή η παράπλευρη συλλογή των Pearl Jam: η διάθεσή τους να δώσουν στον κόσμο που τους λατρεύει μερικά μικρά δώρα από την πορεία τους, θα μπορούσε να μετριαστεί και στο μισό. Τα μισά ας πούμε από τα live κομμάτια δεν προσθέτουν ούτε αφαιρούν κάτι από την ομορφιά του αμερικάνικου γκρουπ, ενώ τα περισσότερα demo δείχνουν απλά τη διαδικασία και όχι την αξία. Αλλά πρέπει να το ξαναπούμε: όποιος γιορτάζει είναι χαρούμενος –και είναι τουλάχιστον αγενές να του χαλάμε το χατήρι.
Ίσως το πιο σημαντικό που προσφέρει το Twenty των Pearl Jam είναι ότι ανάβει την επιθυμία να πας στη δισκοθήκη για να ξεθάψεις τους δίσκους τους. Και να περιμένεις με αγωνία το σκάσιμο του “Even Flow, να ανεβάζεις παλμούς στο φρενήρες τρέξιμο του “Rearviewmirror”, να φτύνεις τις λέξεις στο “Not For You”, να χορεύεις συγκινημένος το “Smile”. Και να ψάχνεις με αγωνία αν τούτοι οι τύποι θα περάσουν από καμιά κοντινή σου χώρα με την υπέροχη γοητεία τους, η οποία, αν και ώριμη, παραμένει ειδυλλιακά αναλλοίωτη εδώ και 20 χρόνια.