Υποστηρίζοντας εδώ και χρόνια το σόου του χαρισματικού Jimmy Fallon, οι Roots δεν έχουν απλά παραχωρήσει στους Αμερικανούς το προνόμιο να τους απολαμβάνουν από την άνεση του καναπέ τους: έχουν καταστήσει και προφανείς μερικές αλήθειες σχετικά με τη θέση τους στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Η πλειάδα και η ποικιλία ας πούμε των καλλιτεχνών που έχουν κληθεί να υποστηρίξουν στα πλαίσια του συγκεκριμένου σόου, έχει αναδείξει όσο τίποτα την προσαρμοστικότητα και ευλυγισία της μπάντας από τη Φιλαδέλφεια –πιστεύω κάθε καλλιτέχνης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εποφθαλμιά μια συνεργασία μαζί τους. Με τη σειρά του, αυτό το δεδομένο καθιστά φρόνιμο να σημειώνεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου τα ονόματα που τελικώς οι ίδιοι επιλέγουν να συμπεριλάβουν στους δίσκους τους.
(Προσοχή! Ακολουθεί υποκειμενική άποψη) Μετά λοιπόν από το εκπληκτικό How I Got Over του 2010 και δύο δισκογραφικές συνεργασίες –μία με το κολλητάρι του Kanye West, John Legend, και μία με την παλαίμαχο τραγουδίστρια της soul Betty Wright– οι Roots μας παρουσιάζουν τώρα το δέκατο κατά σειρά δισκογραφικό τους πόνημα. Το Undun έχει έναν υποβόσκοντα χαρακτήρα concept album. Τον λέω υποβόσκοντα γιατί, αν κάποιος το ακούσει χωρίς να ερευνήσει παραπάνω, δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει κοινά στοιχεία ανάμεσα στα κομμάτια, όπως π.χ. το διαρκές φλερτ των στίχων με υπαρξιακές ανησυχίες και με θρήνους για νεκρά όνειρα. Αλλά μέχρι εκεί. Για να πας παραπέρα, πρέπει να ανατρέξεις στο YouTube και να δεις ένα μικρό φιλμ που η μπάντα έχει φτιάξει για να ολοκληρώσει το όλο «concept». Δύο λέξεις πάνω σε αυτό: πλήρης αποτυχία... Η απόφασή τους να ασχοληθούν με τη ζωή και τον θάνατο του φανταστικού εγκληματία Redford Stevens (πήρε το όνομά του από ένα τραγούδι του Sufjan Stevens) υπό ένα μελαγχολικό, ασπρόμαυρο πρίσμα ακρωτηριάζει και περιορίζει τον δίσκο σε μεγάλο βαθμό. Γιατί όχι μόνο έχουμε να κάνουμε με ένα τετριμμένο, προβλέψιμο στόρι, μας παρουσιάζεται κιόλας με τον πλέον πλάγιο τρόπο.
Η πρώτη λοιπόν ιδέα που μου άφησε το Undun είναι αυτή ενός ανούσιου και ενοχλητικού εγχειρήματος. Όμως, έχουμε να κάνουμε με τους Roots... Και έτσι ο Questlove –ντράμερ και εγκέφαλος της όλης κομπανίας– βρίσκεται και εδώ στα μουσικά θεμέλια του νέου τους άλμπουμ. Και τι θεμέλια! O ίδιος δήλωσε πως για τον συγκεκριμένο δίσκο χρειάστηκαν πολλοί πειραματισμοί πάνω στα κρουστά του για να φτάσει τελικά στο ηχητικό αποτέλεσμα στο οποίο στόχευε. Κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα κατά την ακρόαση, αφού σου δίνεται η εντύπωση πως όλες οι μελωδίες και οι ρίμες που «πατάνε» πάνω στα ταμπούρα και στα κύμβαλα του Questlove χαίρουν προνομιακής θέσης. Ο ρυθμός ξεχύνεται από τα ηχεία με τη μεγαλύτερη φυσικότητα, αφήνοντας στο δαιμόνιο flow του Black Thought (και των φιλοξενούμενων ράπερ) μια φαινομενικά εύκολη δουλειά. Την ίδια στιγμή, στην ενορχήστρωση αλλά και στα φωνητικά, τα γοητευτικά neo-soul στοιχεία του How I Got Over καλά κρατούν κι εδώ. Μεμονωμένα, υπάρχουν αρκετά ωραία κομμάτια στον δίσκο, χάνουν όμως λόγω της απόφασης των Roots να τα περιορίσουν σε ένα πλαίσιο αφήγησης. Η αίσθηση δε του συνόλου υπονομεύεται ακόμα περισσότερο στο τέλος, εξ’ αιτίας της παρουσίας ενός ανούσιου ορχηστρικού, χωρισμένου σε 4 μέρη.
Τι αίσθηση σου μένει τελικώς από το Undun των Roots; Ότι τα υλικά υπάρχουν, αλλά, άμα η συνταγή είναι σκάρτη, τι να σου κάνει ο μάγειρας... Το να περιορίζεις τέτοιους χαρισματικούς μουσικούς μέσα στη θολή απεικόνιση ενός σύγχρονου «με το ζόρι» τραγικού χαρακτήρα δεν αφήνει το νέο τους άλμπουμ να ξεφύγει από μια μετριότατη τροχιά. Πρότασή μου είναι να ξεχωρίσετε τα τραγούδια που θα σας αρέσουν και να τα πλησιάσετε μεμονωμένα. Γιατί, όσον αφορά στο σύνολο, αυτή τη φορά οι Roots κατάφεραν να σαμποτάρουν εαυτούς...