Σοβαρά τώρα, υπάρχει κανείς εκεί έξω που να περίμενε ότι ένας άνθρωπος σαν τον David Lynch, ένας σκηνοθέτης/μουσικός/φωτογράφος/καλλιτέχνης όπως του λόγου του, θα ηχογραφούσε και θα κυκλοφορούσε έναν φυσιολογικό δίσκο; Ότι θα καθόταν να γράψει τραγούδια, να τα ενορχηστρώσει και να τα εκτελέσει με σκοπό να πιάσει τον σφυγμό της μουσικής μόδας και να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια; Ούτε κατά διάνοια…

Όπως και οι ταινίες του, έτσι και το Crazy Clown Time ζει και αναπνέει σ’ έναν δικό του κόσμο. Και πρόκειται για έναν πολύ παράξενο πλανήτη, ένα μικροσκοπικό σύμπαν όπου κατοικούν φιγούρες αλλόκοτες που συναντάς μόνο σε μπαρ απ’ το οποίο δεν περνάς ούτε απ’ έξω –και φυσικά στα πιο παράξενα όνειρά σου…

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Lynch εμπλέκεται με τα μουσικά: λίγο ή πολύ έχει βάλει το χεράκι του στη μουσική επένδυση των περισσοτέρων ταινιών του, συνεισφέροντας ιδέες που προσθέτουν πόντους στη σχεδόν μεταφυσική τους ατμόσφαιρα. Εκτός απ’ αυτό, ήταν από τους ιθύνοντες πίσω από τους δύο δίσκους της Julee Cruise (μαζί με τον Angelo Badalamenti), δουλειές απίστευτης, σκοτεινής γοητείας, οι οποίες άφησαν έντονο σημάδι στις γυναίκες torch singers που επακολούθησαν. Πρόσφατα επίσης αναμείχθηκε στο πρότζεκτ Dark Night Of The Soul του Danger Mouse με τον Mark Linkous των Sparklehorse, συνεισφέροντας τις γκροτέσκο φωτογραφίες του σε μία συνολικά αξιόλογη δουλειά. Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, η μεγαλύτερη νίκη του Lynch είναι ότι έχει κατορθώσει να μας οδηγεί με την αισθητική του στο να χαρακτηρίζουμε ορισμένες μουσικές ως «κατάλληλες να ντύσουν μια ταινία του» και να μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς τι θέλει να περιγράψει ο γράφων με κάτι τέτοιο.

Προκειμένου λοιπόν να αξιολογήσουμε την αξία ενός δίσκου σαν το Crazy Clown Time, θα λέγαμε ότι αντανακλά, σε μεγάλο βαθμό, αυτό που κάνει ο δημιουργός του στο celluloid: ο David Lynch είναι ικανός για το καλύτερο (Mulholland Drive) όσο και για το χειρότερο (Inland Empire, από τις εξωφρενικότερες ταινίες που έχω δει, μία ατελείωτη παράθεση εμμονών και ακατανόητων σκηνών οι οποίες το μόνο που μου έδωσαν ήταν δύο χαμένες ώρες –που φάνηκαν αιώνας…).

Και κάπως έτσι πηγαίνει και ο παρών δίσκος. Ξεκινάει ελπιδοφόρα με μία διεστραμμένη ποπ στιγμή, το “Pinky’s Dream”, που βρίσκει την Karen O των Yeah Yeah Yeahs στα φωνητικά να χάνεται σε σύννεφα reverb, τα οποία πιάνουν στάχτη και την κάνουν όνειρο. Μα δεν θα περάσει πολύ ώρα μέχρι να συναντήσουμε τα επτάμισι λεπτά του “Strange And Unproductive Thinking”, όπου ο οικοδεσπότης μας μιλάει –με ρομποτική φωνή– περί τρόπου σκέψης, χρησιμοποιώντας μια μεθοδολογία όμοια με τις ηχογραφήσεις, που σκοπό τους έχουν (υποτίθεται) να σου μεταδώσουν υποσυνείδητα μηνύματα για την ανάπτυξη των νοητικών μας λειτουργιών. Διαπλέουμε άγνωστα και παράξενα νερά το δίχως άλλο εδώ, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι απολαμβάνουμε πλήρως το ταξίδι…

Σκοπός του David Lynch στο Crazy Clown Time φαίνεται να είναι μια χρυσή τομή ανάμεσα στο αποδεκτό και στο εντελώς (κι εξόφθαλμα) εκκεντρικό –και τις περισσότερες φορές το επιτυγχάνει. Απτό παράδειγμα, τα δύο τραγούδια που αποτέλεσαν την εισαγωγή σ’ αυτόν τον μουσικό κύκλο βγαίνοντας σε σινγκλ, τα “Good Day Today” και “I Know”: το μεν πρώτο με μια αισιόδοξη οπτική  που δεν σε πείθει ιδιαίτερα κι έναν disco house ρυθμό που θα ορκιζόσουν ότι μόνο νεκροί θα έπαιζαν σε κάποιο κλαμπ οι DJs του χώρου, το δε δεύτερο να σε ωθεί με τη βασανισμένη του mantra να πιστέψεις ότι ο βοκαλίστας είναι ικανός να κάνει μεγάλο κακό σ’ όσους τον πίκραναν με τις πράξεις τους. Στο σινγκλ αυτό το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο μέγας γραφίστας Vaughan Oliver της ν23, συνεργασία που επεκτείνεται και στο artwork του δίσκου μα κι ακόμη παραπέρα, στην πολυτελή του έκδοση, όπου –εκτός από το άλμπουμ σε έκδοση βινυλίου και ψηφιακού δίσκου– παίρνετε κι ένα βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο, μέσα σε καστόρινη θήκη. Πολύ θα θέλαμε να σας μεταφέρουμε εντυπώσεις από το βιβλίο, αλλά η απαγορευτική του τιμή των εκατό λιρών Αγγλίας καθιστά την αγορά του άπιαστο όνειρο, τοποθετούμενο στο μάλλον μακρινό κι αόριστο μέλλον…
 
Παράνοια και φόβος στα ημίφωτα πίσω σοκάκια της πόλης βαδίζουν χέρι-χέρι επάνω σε κλασικά ροκ εν ρολ μοτίβα, φιλτραρισμένα μέσα από το πολύ συγκεκριμένο πρίσμα του δημιουργού τους. Καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι είχε τις ιδιαιτερότητές του το άκουσμα που μας χάρισε, αμφιβάλλεις όμως αν θα έβαζες να το ξανακούσεις στην τελική. Ευπρόσδεκτη βέβαια η παρουσία του David Lynch στα μουσικά δρώμενα, ακόμα κι αν δείχνει να αποτελεί έναν κομήτη στο στερέωμα της δισκογραφίας που αισθάνεται –και θα αισθάνεται πάντοτε– περισσότερο οικεία πίσω από τις κάμερες. Ακόμη κι όταν κάνει στην ουσία statement με την (πολύ πρόσφατη) απόφασή του να ρεμιξάρει ένα κομμάτι της Zola Jesus, προς έκπληξη και της ιδίας, η οποία, ενώ είχε πει ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ να δώσει άλλος εκδοχή διαφορετική της μουσικής της, γι’ αυτόν έκανε μία εξαίρεση…


 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured