Ένας άνθρωπος της μουσικής με ενεργητικότητα σαν του Steven Wilson έχει το απόλυτο δικαίωμα να κάνει ανά περιόδους παύσεις από τις πολυσχιδείς ενασχολήσεις του και να αποπειράται να ενεργοποιήσει τον εαυτό του και το αισθητήριό του. Επί του προκειμένου, ο ηγέτης των Porcupine Tree το κάνει για δεύτερη φορά, επιλέγοντας να φτιάξει έναν προσωπικό δίσκο. Όταν ο ηγέτης μιας μπάντας φτιάχνει σόλο άλμπουμ, επιθυμεί συνήθως να προβάλλει τις δυνατότητές του και να τις επεκτείνει. Τώρα βέβαια, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας... Συνήθως οι σημαίνουσες μορφές ενός συγκροτήματος έχουν κάποια demo στα οικιακά στούντιο τους, τα πάνε στην εταιρία και εκείνη –βάσει συμβολαίων– κρίνει αν θα τα κυκλοφορήσει.
Στην περίπτωση πάντως του Grace For Drowning, ο Steven Wilson έχει τα μάτια της κουκουβάγιας. Είναι τρομερά σχολαστικός σε ό,τι φέρει την υπογραφή του και επιθυμεί πάντα, σε όποιο πόστο κι αν βρίσκεται, να φαίνεται ξεκάθαρα ότι το αποτέλεσμα έχει φτιαχτεί από αυτόν. Κι εδώ επιτυγχάνει στον σκοπό του: να εξερευνήσει τις πτυχές της μουσικής προσωπικότητάς του υπό το πρίσμα του ελευθεριακού χαρακτήρα της σύγχρονης τζαζ. Δεν θέλει να βάλει τον εαυτό του πάνω από οποιαδήποτε μπάντα, παραγωγή ή project. Θέλει να ασκήσει το ύφος του. Και καλά κάνει ο άνθρωπος.
Είναι βέβαια παράτολμο αυτό που πάει να κάνει. Κι ένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε να κρίνουμε το Grace For Drowning, θα ήταν με τον κανόνα των πρώτων κυκλοφοριών των King Crimson, οι οποίες επηρέασαν τον Wilson καταλυτικά –το υποδεικνύει άλλωστε και ο ίδιος. Είναι όμως λιπόψυχο να κρίνει κανείς το παρόν με εργαλεία του παρελθόντος: υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει σε σκόρπια και επικίνδυνα συμπεράσματα. Γιατί ο Wilson δεν παύει να ζει στο σήμερα, αν και θαυμάζει το παρελθόν και ακολουθεί τον δρόμο της απομονωμένης σκέψης και δημιουργίας.
Το άλμπουμ αποτελείται από δύο CD, τα οποία κινούνται πάνω-κάτω στην ίδια γραμμή, δεν τα χωρίζει χάσμα εκφραστικό. Αν και ανάμεσα στα τραγούδια θα βρει κανείς ανομοιογένεια, δεν θα βρει ανισότητα. Ωστόσο λείπει το καθοριστικό σημείο της υπέρτατης συγκίνησης και της εσωτερικής συνοχής. Ο Wilson προσπάθησε να συνδυάσει δύσκολα στοιχεία και έμεινε να κοιτάζει κυρίως τον σκοπό του. Δεν αναβλύζει δηλαδή η συγκολλητική ουσία, τόσο ανάμεσα στα κομμάτια, όσο και ανάμεσα στον ακροατή και στα τραγούδια. Ας πάρουμε για παράδειγμα το “No Part Of Me” από το πρώτο CD (με τίτλο Deform To Reform): αν και παρουσιάζει έναν αυτοσχεδιαστικό προσανατολισμό στο σαξόφωνο, αυτός μένει μέσα στο κομμάτι και δεν καίει το σύμπαν. Ή στο “Raider II” του δεύτερου CD (με τίτλο Like Dust I Have Cleared From My Eye), όπου υπάρχει μια μακρόσυρτη, κλιμακούμενη prog προσπάθεια συνολικής διάρκειας 23 λεπτών, η οποία κάπου στον δρόμο χάνει τον σκοπό της.
Γενικώς, ο Wilson δεν έφτιαξε έναν κακό δίσκο, αλλά επιμένει στο να ικανοποιήσει τις εμμονές του –μορφολογικές και ουσιαστικές. Είναι προς τιμήν του και κάθε αξιοπρεπής ακόλουθός του θα υποκλιθεί στο μεγαλείο που έχει ο στουντιακός μαξιμαλισμός του “Postcard” ή η ηλεκτρονική αναζήτηση του “Track One”. Όλα τα κομμάτια, όμως, αφενός συνθέτουν δύο CD τα οποία ουσιαστικά αποτελούν πλευρές του ίδιου νομίσματος, αφετέρου θα ήταν τα συνοδευτικά μιας εξαιρετικά πνευματώδους κυκλοφορίας με την επιμέλεια του Wilson.
Καταλήγοντας σε μια γενική αποτίμηση του Grace For Drowning, αρκεί να επισημανθεί ακόμα μία φορά ο χαρακτήρας του δημιουργήματος που εκ φύσεως αποτελεί κολακευτικό επίτευγμα για κάθε καλλιτέχνη. Αυτός ο διπλός δίσκος συμπυκνώνει τη ματιά ενός σπουδαίου ανθρώπου της μουσικής και περιγράφει, με ενίοτε πειστικό τρόπο, τον σκοπό που έχει θέσει στη ζωή του. Μέχρι εκεί.