Αν και αντίκρισε για πρώτη φορά το μουσικό κοινό διαδικτυακά κοντά στα τέλη του περασμένου Φλεβάρη, το Buffalo, Buffalo, Buffalo, Buffalo των Hands Up Who Wants To Die παρέμεινε ένα καλά κρυμμένο μυστικό –τουλάχιστον για τον υποφαινόμενο– έως πολύ πρόσφατα. Ηχογραφημένο σε ένα καταφύγιο πολέμου στο Όφενμπαχ της Γερμανίας από την τετράδα των Barry Lennon (φωνή), Roy Duffy (μπάσο), Paul Clynes (κιθάρα) & John Breslin (κρουστά) και με τη διόλου ευκαταφρόνητη υποστήριξη της Richter Collective –της οποίας ο πρώτος αποτελεί συνιδρυτή, το ντεμπούτο των Ιρλανδών art punkers αποτέλεσε έναν δίσκο-γροθιά στο στομάχι.
Ορμώμενοι από το Δουβλίνο και ορίζοντας ως τόπο προέλευσης τους δρόμους και τα σοκάκια της πνιγηρής και γκρίζας πόλης που τους ανέθρεψε, οι Hands Up Who Wants To Die προσφέρουν εδώ στον ακροατή ένα εκμαυλιστικό μπαστάρδεμα punkore καφρίλας με art rock διάθεση και με DIY στριφνότητα. Έναν δίσκο σπάνιας αντισυμβατικής υπόστασης, ο οποίος τολμά να σκοντάψει μόνο στη (σχετική) εγκράτεια της μπάντας στο πρώτο τρίτο της διάρκειάς του. Γιατί όταν το κουαρτέτο αφήνεται στην απόλυτη ελευθερία της έκφρασής του από το πέμπτο track και έπειτα, καταλήγει να βρυχάται ωσάν λυσσασμένο θηρίο, το οποίο δεν διστάζει να ροκανίσει στο έπακρο τα αυτιά του κάθε ανυποψίαστου ακροατή.
Έτσι, ο τελευταίος βρίσκεται άξαφνα αντιμέτωπος για 39 λεπτά με μανιώδη noise rock κλειστοφοβικά ξεσπάσματα και μ’ ένα δυστοπικό στιχουργικό περιεχόμενο που αφήνει ελάχιστες αμφιβολίες όσον αφορά στη συνολικά αντικομφορμιστική στάση του συγκροτήματος. Σε αυτό συνεισφέρει κατά πολύ και η live αντήχηση της όλης ηχογράφησης, η οποία και αιχμαλωτίζει την ατμόσφαιρα ενός gig σκέτου δυναμίτη, γεμάτο ιδρώτα, δάκρυα και πόνο. «Η παράνοια ως θεότητα της νέας εποχής», όπως και ο ίδιος ο Barry Lennon αναφέρει.
Ο σκοτεινός, περιγραφικός βερμπαλισμός του μπροστάρη των Ιρλανδών αποτελεί και το σήμα κατατεθέν των Hands Up Who Wants To Die. Χρησιμοποιεί τη θαμπή χροιά και το επιθετικό ύφος της φωνής του ιδανικά πάνω από το χαλί από καρφιά που του στρώνει η υπόλοιπη μπάντα και, όταν αφήνεται στο έλεος του μένους που κουβαλάει, γίνεται απολαυστικός –με τη διεστραμμένη έννοια. Με voicebox ή χωρίς, δαγκώνει άσχημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το καλύτερο τραγούδι εδώ, το “The Scorpion Crawls” στη θέση #6: κιθαριστικά στριγκλίσματα, δεμένες ρυθμικές εναλλαγές και αλλόφρονες βαθυλαρυγγάτες επικλήσεις στο έπακρο.
Πρώτο βήμα θετικό, λοιπόν. Μοναδική αστοχία η (σχετική ξαναλέω) ατολμία της μπάντας να φτάσει τα άκρα της από εισαγωγής του δίσκου. Κομμάτια όπως το “Sailor” και το “Moke” εντυπωσιάζουν μεν με την αμεσότητά τους, αλλά πάσχουν στην απουσία της τελικής έκρηξης. Έτσι υπάρχει μεν η αίσθηση της σταδιακής εκτράχυνσης, ταυτόχρονα όμως δεν αποφεύγεται και ο αναθεματισμός της ανολοκλήρωτης προοπτικής. Από την άλλη τα “Wompy”, “Vergessen”, “Why?” και “Stopwatch” του δεύτερου μέρους αφήνουν τη γεύση της πικρής σαν δηλητήριο εκτόνωσης σε κάθε δυνατή ευκαιρία, πριν το “Fortunado” κλείσει με sludge διάθεση τον δίσκο, προσφέροντας ιδιόμορφα μαθήματα ιστορίας...
Ευελπιστώντας αυτή να είναι μονάχα η αρχή μιας ολοένα και πιο δυναμικής δισκογραφίας δεν θα διστάσω να αποκαλέσω το Buffalo, Buffalo, Buffalo, Buffalo ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες της χρονιάς που μας άφησε. Η αποθέωση όμως θα περιμένει αναγκαστικά την επόμενη κυκλοφορία, με την προϋπόθεση πως αυτή θα αναδείξει εξ’ ολοκλήρου τα πρωτόγονα ένστικτα που ενυπάρχουν στον ψυχισμό αυτών των Ιρλανδών...