Ως στιχουργός, τραγουδιστής και κιθαρίστας στη σημαντικότερη ίσως reggae μπάντα της εποχής μας –τους Groundation– ο Harrison Stafford έχει δώσει τα διαπιστευτήριά του. Τόσο σε επίπεδο στιχουργικής, όσο και ερμηνευτικής δεινότητας, έχει αποδείξει πολλές φορές την αξία του και έχει σταδιακά εμβαθύνει στα ιδεώδη που εκπροσωπεί. Σε αυτήν όμως την πρώτη του σόλο δουλειά, δείχνει ότι του λείπει η τραγουδοποιητική δυναμική που στην περίπτωση των Groundation υπερκαλύπτεται από την επάρκεια του συνόλου.
Τούτο βέβαια, ακόμα κι αν καταδεικνύει ένα σχετικό μειονέκτημα, δεν σημαίνει πως το Madness είναι ανάξιο λόγου. Γίνεται ωστόσο εμφανές από την αρχή ότι τα συνθετικά όριά του είναι στενότερα και σε στιγμές στερούνται πρωτοτυπίας, όσο κι αν η στιχουργική διατηρείται στα στάνταρ στα οποία μας έχει συνηθίσει ο «Προφέσορας» (προσωνύμιο που απέκτησε από τις εκλεκτές του παρέες στην Τζαμάικα, ένεκα της καθηγητικής του ιδιότητας ως διδάσκων την ιστορία της reggae σε πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια).
Το θέμα πάντως που πραγματεύεται το Madness έχει αυθύπαρκτο ενδιαφέρον. Η προβληματική του Stafford είναι προσηλωμένη στην Παλαιστίνη και στο δυσεπίλυτο ζήτημα των κατοίκων της με τους Ισραηλινούς. Ο Stafford ταξίδεψε στη Δυτική Όχθη και προσπάθησε αφενός να αφουγκραστεί το ζήτημα από την πλευρά των Παλαιστινίων και αφετέρου να το τοποθετήσει υπό το πλέγμα των ουμανιστικών διδαχών των Ρασταφάρι. Όπως ομολογεί ο ίδιος, κόπιασε ιδιαίτερα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ντόπιων μιλώντας τους για μία κουλτούρα η οποία όχι μόνο τους είναι μακρινή και εν πολλοίς άγνωστη, αλλά και αποδέχεται το βουνό της Σιών (Mount Zion) ως Γη της Επαγγελίας, ως τον τόπο δηλαδή όπου η καταπιεστική εξουσία της Βαβυλώνας (Babylon) θα σταματήσει να έχει ισχύ –αν και οι Ρασταφάρι απεικονίζουν γεωγραφικά τον μεταφορικό αυτόν τόπο, όχι στην Ιερουσαλήμ αλλά στην Αιθιοπία.
Περιπλανώμενος, τέλος πάντων, o Professor στους δρόμους της Ραμάλα, της Ναμπλούς και άλλων παλαιστινιακών πόλεων, κατέγραφε εμπειρίες και σκέψεις σε μορφή λέξεων και μελωδιών, τις οποίες και σιγοτραγουδούσε στο μαγνητοφωνάκι του, δημιουργώντας έτσι έναν βασικό κορμό τραγουδιών. Φθάνοντας αργότερα στην Τζαμάικα, συναντήθηκε με δύο από τις εξέχοντες μορφές της reggae, τον ντράμερ Leroy “Horsemouth” Wallace (πρωταγωνιστή του θρυλικού φιλμ του Τεντ Μπαφαλούκου, Rockers) και τον μπασίστα των Roots Radics, Errol “Flabba” Holt. Μαζί έφτιαξαν ένα κουιντέτο το οποίο μπήκε στο στούντιο για ηχογραφήσεις. Το αποτέλεσμα αυτών είναι ο μισός παρών δίσκος, ήτοι οκτώ συνθέσεις. Ο μισός, διότι περιέχονται και ισάριθμες dub versions των εν λόγω συνθέσεων, τις οποίες επιμελήθηκε ο παιδικός φίλος του Stafford, Rob Cross.
Προείπα ότι τα συνθετικά όρια είναι κάπως στενά, καθώς το Madness του Professor Stafford δεν ξεφεύγει παρά ελάχιστα από τη roots reggae. Μοιάζει να ξεμένει γρήγορα από φαντασία ή πρωτοτυπία, ενώ η έμφαση στη μελωδική του πλευρά το οδηγεί να γίνεται κατά τόπους από μελιστάλαχτο έως κοινότοπο –και, ως εκ τούτου, κάπως βαρετό. Λείπει, ως γενική συνταγή, η σπιρτάδα και η περιπέτεια, στοιχεία τα οποία υπάρχουν σε αφθονία στη μουσική των Groundation. Εδώ, σκοπός του Stafford είναι να φτιάξει απλά και όμορφα τραγούδια (δυσκολεύτηκα, μα τελικώς απέφυγα το υποκοριστικό!). Ακολουθώντας δε απλές (έως απλοϊκές) δομές, αποφεύγει να ανακατευτεί με προσμίξεις και με πειραματισμούς, που θα μπορούσαν να μπάσουν στο παιχνίδι κάποιες γωνίες, αιχμηρές μεν μα δημιουργικώς ενδιαφέρουσες. Έτσι, ο roots reggae λόγος του –αν και ικανός ως επιτέλεση– προκύπτει επίπεδος και μοιάζει να μην ακολουθεί την εμβάθυνση των στίχων που συνοδεύει.
Παρόλα αυτά, το Madness περιέχει μερικές πραγματικά καλές στιγμές. Είτε επειδή η ερμηνεία του Stafford δομείται σε μία περισσότερο ευφάνταστη βάση (“Mind Of Man”), είτε γιατί προστίθενται συγγενή με τη roots στοιχεία τα οποία σπάνε τη συνθετική μονοτονία (λ.χ. τα dancehall περάσματα του θρυλικού U-Roy στο “Madness”), είτε επειδή η κυρίαρχη λογική του δίσκου αρκεί για να δημιουργηθούν αξιόλογα τραγούδια (“Jah Sending Out”, “East Jerusalem”).
Όσον αφορά τώρα στη dub ανακεφαλαίωση –που ακολουθεί την κανονική ροή– αυτή μάλλον δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό, παραδόξως όμως δεν ηχεί κουραστική. Ο Cross δεν επεμβαίνει σημαντικά στο συχνοτικό πεδίο, παρά διατηρεί αυτούσιο τον βασικό κορμό των τραγουδιών, παίζοντας περισσότερο με το να αφαιρεί μερικές γραμμές των οργάνων και κυρίως των φωνητικών (τονίζοντας έτσι όσες διατηρεί). Ταυτόχρονα, επεμβαίνει διακριτικά στις εντάσεις και στην «ατάκα» τους, με λελογισμένη χρήση reverb και delay.
Η γενική εντύπωση που αποκόμισα λοιπόν από το Madness, είναι ότι σαν σύνολο κινείται ελάχιστα πάνω από τη μετριότητα. Έμεινα με μία αίσθηση ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να χτυπήσει βαθύτερες χορδές. Ίσως λόγω και του θέματος με το οποίο αποφάσισε να ασχοληθεί εδώ ο Stafford; Ίσως λόγω των αξιολογότατων στίχων που έγραψε; Οι οποίοι, πέρα από την κατά κάποιον τρόπο δεδομένη ουμανιστική τους στόχευση, σε στιγμές γίνονται ιδιαίτερα καυστικοί –όχι μόνο αναφορικά με το παλαιστινιακό, αλλά και με τη συνολική δυσμενή συνθήκη από την οποία διέρχεται ο Δυτικός πολιτισμός. Κάπου στην πορεία πάντως, μεταξύ της συγγραφής των στίχων και της μουσικής τους ενσάρκωσης, το μήνυμα εξασθενεί. Κι αυτό (εν μέρει) καταδεικνύει μία συνθετική αδυναμία του Stafford.
Πήγε που πήγε μέχρι την Παλαιστίνη, χάθηκε να επιχειρήσει κάποιο «περίεργο» πάντρεμα μουσικών πολιτισμών;