Τιτλοφορημένο Ashes & Fire, το νέο άλμπουμ του Ryan Adams είναι ό,τι πιο κοντινό στο απόλυτο soundtrack μιας μοναχικής χειμωνιάτικης βραδιάς δίπλα στο αναμμένο τζάκι, ίσως με ολίγον αλκοόλ να εισρέει στις φλέβες και με γλυκόπικρες αναμνήσεις να πλημμυρίζουν τη σκέψη. Απαλά αγγίγματα στις χορδές της κιθάρας, μεστές φωνητικές ερμηνείες και από καρδιάς εξομολογήσεις, πλάι στις στάχτες και σε μια φωτιά που σιγοκαίει, γεμίζοντας γλυκιά θέρμη και θαλπωρή.
Αλλά πού σε βρίσκει το επόμενο πρωινό; Ξαπλωμένο στο χαλί δίπλα στο τζάκι, με τη θράκα της χθεσινής βραδιάς να στέκει άψυχη και γκρίζα, τη ζέση να έχει δώσει τη θέση της στην παγωνιά και το CD να συνεχίζει αδιάκοπα την ατέρμονη περιστροφή του, κάτω από το πάντα άγρυπνο μάτι λέιζερ του ηχοσυστήματος το οποίο και μεταφράζει την αποτυπωμένη πληροφορία σε ήχο. Εν μέσω λοιπόν μιας νεόκτητης νηφαλιότητας, ο εξοστρακισμός της όποιας θερμής διάθεσης είναι άμεσος και απόλυτος... Το ψυχρό φως της ημέρας αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον τροβαδούρο, η γοητεία του οποίου δεν μοιάζει πλέον να ακτινοβολεί το ίδιο.
Με λίγες ακόμη ακροάσεις, γίνεται εμφανές πως ο Ryan Adams περιδιαβαίνει τα ίδια γνώριμα μονοπάτια του παρελθόντος. Αραιά-και-που θέτει προκλήσεις στον εαυτό του, γενικά όμως ακροπατά στο χείλος της ανίας. Η φωτιά σαφώς και σιγοκαίει στα έντεκα τραγούδια του νέου του δίσκου, αλλά είναι η στάχτη που γίνεται περισσότερο αντιληπτή στα 40+ λεπτά διάρκειάς του. Μην είναι η ίδια στάχτη, τα ίδια αποκαΐδια των Cardinals, οι οποίοι επί μια δεκαετία ολάκερη τον συνόδευαν στις ηχογραφήσεις των δίσκων του;
Πιθανό, αν και όχι απόλυτο. Διότι, κατά βάση, ο Ryan Adams σεργιανίζει και στο Ashes & Fire στο γνώριμο ηχητικό πλαίσιο του συνόλου της καριέρας του. Το κατά πόσον η πρώην μπάντα του καθόριζε τη δική του απόδοση επιτρέψτε μου λοιπόν να το αμφισβητήσω. Μάλλον το αντίστροφο συνέβαινε –και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από τις μηδαμινές ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των άλμπουμ του με ή χωρίς αυτούς. Ο ίδιος ήταν και παραμένει η κινητήρια δύναμη των δισκογραφημάτων του, με το τελευταίο εξ’ αυτών να επιστρέφει υφολογικά σε εποχές τύπου «το Heartbreaker συναντά το Gold».
Αλλά η υφολογική συγγένεια δεν συνεπάγεται και ποιοτική αντιστοιχία. Κάπου στο σούρουπο, ανάμεσα στη νυχτερινή θαλπωρή και στην ηλιόλουστη παγωνιά της εισαγωγής, βρίσκεται η αλήθεια για το Ashes & Fire. Όταν υπάρχει σύμπνοια λοιπόν μεταξύ στιχουργικής και μουσικής προσπάθειας, όπως στα highlights “Do I Wait”, “Kindness”, “Invisible Riverside” και “I Love You But I Don't Know What To Say”, δεν υπάρχει και λόγος αμφισβήτησης της μεταμεσονύκτιας αξίας του δίσκου. Δεν είναι όμως αυτός ο κανόνας εδώ, με αποτέλεσμα αρκετά tracks να αντηχούν ως απομιμήσεις των πιο πετυχημένων τους παρεμφερών στιγμών, καταλήγοντας δυστυχώς ανιαρά.
Δεν θα αλλάξει τη γνώμη κανενός λοιπόν για τον Ryan Adams η τελευταία του κατάθεση. Απλά θα συντροφεύσει τους πιο σκοτεινούς και άγρυπνους τύπους ακροατών και θα κρατήσει μακριά τους «nuclear» φίλους του. Προτροπή στους πρώτους, αντί επιλόγου λοιπόν: ανάψτε τζάκι, αφήστε το αλκοόλ να ρέει και επαναφέρετε στη σκέψη χαμένους έρωτες και ελπίδες με τη συντροφιά του φρέσκου Ryan Adams. Οι υπόλοιποι ας βγουν για μπαρότσαρκα...