Κάθε κυκλοφορία που φέρει την υπογραφή «Marley» έχει ξεχωριστή βαρύτητα για το κοινό της reggae: κάποιοι αναμένουν με ευχάριστη προσμονή, άλλοι την έχουν στημένη στη γωνία περιμένοντας να κρίνουν το όποιο στραβοπάτημα των διάσημων απογόνων. Πάντως ο Stephen Marley φαίνεται να ικανοποιεί περισσότερο τους πρώτους με το νέο του άλμπουμ και λιγότερο τους δεύτερους (τους πιουρίστες δηλαδή).
Στο Revelation Part 1: The Root Of Life, ο Stephen Marley αφήνει πίσω του το βραβευμένο με πέντε Grammy Mind Control. Έχοντας πλέον αποδείξει πως η θέση που κατέχει στην παγκόσμια reggae σκηνή δεν οφείλεται μόνο στο επίθετό του, δημιουργεί εδώ ένα άλμπουμ το οποίο είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει ο τίτλος του: roots reggae, με την παλιά, κλασική, έννοια του όρου –πρώτο μέρος ενός project το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί με ένα part 2 (ονόματι The Fruit Of Life). Πρόκειται για μια έρευνα πάνω στην κλασική reggae και στις όποιες επιδράσεις είχε στα σύγχρονα μουσικά είδη.
Σε αυτό λοιπόν το πρώτο μέρος, ο Marley –πατώντας πάνω σε κλασικές φόρμες (ουσιαστικά στα βήματα του πατέρα του)– φέρνει τη reggae δυναμική στον ήχο του σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος της ηχογράφησης έγινε στο θρυλικό Kingston’s Tuff Gong, το στούντιο δηλαδή του Bob Marley στην Τζαμάικα. Χωρίς να περιμένει κάτι συγκεκριμένο, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, έβαλε απλά την ενέργειά του στο μέρος όπου δημιουργούσε ο πατέρας του και άφησε τα πράγματα να τον καθοδηγήσουν. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι τα 14 τραγούδια του δίσκου ή, καλύτερα, ένα κολάζ από δυνατές μελωδίες και στίχους-μηνύματα, τους οποίους ερμηνεύει με σκοτεινό λυρισμό ο ίδιος ο Marley μαζί με τα αδέλφια του Damian "Jr. Gong" και Ziggy, την Καναδή Melanie Fiona και τους συμπατριώτες του Capleton και Buju Banton. Ωραία τραγούδια, τίποτα περισσότερο μα και τίποτα λιγότερο.
Καμία διάθεση για πειραματισμούς δεν έχει το Root Of Life (καθώς φαίνεται ο Marley το αφήνει αυτό για το Fruit Οf Life, που ακολουθεί σύντομα), με επακόλουθο να φλερτάρει έντονα με έναν χαρακτήρα αρκετά ποπ. Χωρίς κάτι τέτοιο να το λες απαραίτητα κακό, δεν ευνοεί σε κάποια σύγκριση, ιδιαίτερα με το Mind Control. Ωστόσο το άλμπουμ διαθέτει τις «γωνίες» του: στο σύνολό τους, τα τραγούδια εκπέμπουν έναν πρωτόγονο δυναμισμό, προκαλώντας υπόγεια τις απαραίτητες αναταράξεις που ενεργοποιούν το ενδιαφέρον. Από την άλλη, ο ποπ χαρακτήρας στήνει γέφυρες για όλο και μεγαλύτερα ακροατήρια: το Root Of Life καταφέρνει με την απλότητά του να αφορά τον κόσμο και να μιλά στην καρδιά του ακροατή. Δεν εντυπωσιάζει, είναι όμως ειλικρινές και αυτό αποτελεί κατά τη γνώμη μου το μεγάλο του προτέρημα.
Η αλήθεια και η ευαισθησία με την οποία αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ο Stephen Marley γίνεται άλλωστε εμφανής σε όλη τη διάρκεια του δίσκου. Είτε μιλά για τα αδιέξοδα της αφρικανικής ηπείρου στο “Made In Africa”, είτε καταπιάνεται με φαινομενικά λιγότερο σκληρά θέματα όπως η πνευματικότητα (“Jah Army”, “Selassie Is The Chapel”), είτε ασχολείται με τις ανθρώπινες σχέσεις (“She Knows Now”, “No Cigarette Smoking (In My Room)”, “False Friends”), αποδεικνύει ότι είναι ένας σημαντικός και εξελισσόμενος δημιουργός, ικανός να καθοδηγεί την πένα της γραφής του ακριβώς εκεί όπου στοχεύει.
Η ουσία του Root Of Life επικεντρώνεται πιστεύω τόσο στη δύναμη του μπάσου και των ντραμς, όσο και στα φωνητικά του Marley. Και τα τρία συνθέτουν ένα συμπαγές σύνολο, στο οποίο κυριαρχεί η αμεσότητα και ο σκοτεινός λυρισμός, ένας λυρισμός που δημιουργείται με τα απολύτως απαραίτητα. Οι πλούσιες ενορχηστρώσεις και οι up tempo συνθέσεις είναι ελάχιστες και είναι αυτές μάλιστα που εμφανίζουν μια σημαντική αδυναμία: μέσα στο κλίμα ευφορίας τους, χάνεται μεγάλο μέρος της δυναμικής που αφήνει η βαριά ερμηνεία του Marley, η οποία δείχνει να βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις πιο εσωστρεφείς συνθέσεις.
Έτσι, με το Revelation Part 1: The Root Of Life ο Stephen Marley –έχοντας πλέον βρει τον δικό του ήχο– καταφέρνει να προσεγγίσει με επιτυχία τόσο τους «πιουρίστες», όσο και τους «μοντερνιστές». Αποδεικνύει πόσο κοντά βρίσκεται ερμηνευτικά και στιχουργικά στον πατέρα του, προσθέτοντας παράλληλα (μαζί με τα υπόλοιπα αδέλφια του) σημαντικές σελίδες στο οικογενειακό άλμπουμ των Marley –και, κατ’ επέκταση, στο μεγάλο βιβλίο της reggae ιστορίας. Αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί άλλωστε;