Στάση πρώτη: Σικάγο
Βιομηχανική μητρόπολη του αμερικανικού βορρά, που απετέλεσε έναν από τους κυριότερους πόλους έλξης για τους βασανισμένους μαύρους, όταν στα τέλη του 19ου-αρχές 20ου αιώνα επιζητούσαν αγωνιωδώς τρόπο και τόπο διαφυγής από τις φυτείες του νότου. Ο κος Ford (στο Ντιτρόιτ) και οι υπόλοιποι βιομήχανοι προσέφεραν καλύτερα πληρωμένες και λιγότερο εξευτελιστικές δουλειές, οι μαύροι αρχίζουν να αστικοποιούνται ταχέως και οι κοινότητές τους στον βορρά γίνονται όλο και πιο πολυπληθείς. Κοινότητα, δηλαδή κοινωνικό σώμα, το όχημα με το οποίο μεταφέρεται κι αναπτύσσεται όλη η περίτεχνα σμιλεμένη κουλτούρα των μαύρων της Αμερικής. Αυτή που, με τις ρίζες της βαθιά στην υποσαχάρια Αφρική, έφθανε στο ιστορικό παρόν (στις δεκαετίες του 1910 και 1920 δηλαδή), περνώντας διαμέσου του εκτοπισμού, της σκλαβιάς, των αχανών φυτειών του νότου και της προσφάτως αποκτηθείσας (και φαινομενικής ακόμη) ελευθερίας. Αυτές ακριβώς οι κοινότητες λειτούργησαν κι ως «εργαστήρια» μιας νέας μουσικής έκφρασης.

Στάση δεύτερη: Τζαζ
Με τις μαύρες κοινότητες του βορρά να αναπτύσσονται και με τον περιρρέοντα αέρα να μυρίζει δημιουργική αλλαγή, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη που το Σικάγο ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με τη ραγδαία μουσική ανάπτυξη των μετέπειτα δεκαετιών. Ως εκ τούτου, ήταν (και εν μέρει συνεχίζει να είναι) ένα σπουδαίο κέντρο για την τζαζ.  Αν σκαλίσουμε λίγο την ιστορία θα βρούμε τον Joe “King” Oliver να αποκτά εκεί το μεσαίο του όνομα, τον κάποτε «προστατευόμενό» του Louis Armstrong να κάνει τις πρώτες σημαντικές ηχογραφήσεις του ή τον Sun Ra να φτάνει ψάχνοντας ένα πιο φιλελεύθερο περιβάλλον για να καλλιεργήσει τις ανησυχίες του –εκεί ήταν άλλωστε που έχτισε τον μύθο του. Αν συνεχίσουμε λίγο, θα βρούμε επίσης τον Lester Bowie και τους υπολοίπους Art Ensemble Of Chicago, τον Phil Cohran, τον Anthony Braxton, τον Muhal Richards Abrams, αλλά και την AACM (Association for the Advancement of Creative Musicians): την οργάνωση που ίδρυσαν οι τελευταίοι και μοιάζει να έχει ως σκοπό την εξέλιξη της τζαζ έκφρασης μέσα από μία ιδιότυπη επιστροφή στη μαύρη παράδοση. Ήταν εποχές συνειδητοποίησης –εκεί στα μέσα του 1960–  συνδιαλλαγής με την ταυτότητα (των μαύρων) και επαναπροσδιορισμού του τι σήμαινε σε έναν σύγχρονο κόσμο. Η Matana Roberts έγινε πολύ αργότερα (σήμερα διάγει μόλις την τέταρτη δεκαετία ζωής) μέλος στην AACM και –μαζί με τις διάφορες μπάντες, στις οποίες εμπλέκονται οι Rob Mazurek και Jeff Parker– αποτελούν πιθανότατα το καλύτερο πρόσωπο της σημερινής σκηνής του Σικάγο.

Στάση τρίτη: COIN COIN
Έτσι ονομάζει η Roberts το γενικότερο project με το οποίο καταπιάνεται. Project μακρόπνοο –πρόκειται να φθάσει τα δώδεκα κεφάλαια– συνεκτικό και ολιστικό. Μέσω αυτού, πραγματοποιεί κατάδυση στο πολιτισμικό της παρελθόν και συνθέτει το δικό της παζλ με στοιχεία που βρίσκει εκεί. Κι όπως σε κάθε παζλ τα κομμάτια είναι φτιαγμένα ώστε να υπηρετούν το όλον, έτσι κι εδώ οι ιστορίες, η μουσική, τα ποιήματα, τα ξόρκια, τα πνεύματα ή τα τραγούδια δεν χρησιμοποιούνται ως αυτοσκοπός, μα για να ειπωθεί η ιστορία. Μια ιστορία η οποία περιέχει μαγεία αλλά και απόγνωση, ελπίδα αλλά και πόνο. Η ίδια η Matana Roberts το μεταφέρει με μία υπέροχα αφοπλιστική φράση: «I speak memory».

Στάση τέταρτη: Μόντρεαλ
Η Roberts αφήνει το Σικάγο για τη Νέα Υόρκη, γύρω στα 2002. Ηχογραφεί ως guest για μπάντες ετερόκλητες, με κύριο όργανό της το άλτο σαξόφωνο (και δευτερεύον το κλαρινέτο): Burnt Sugar, TV On The Radio, Godspeed You! Black Emperor, Silver Mt. Zion κ.α. Βγάζει και δικούς της δίσκους (τούτος είναι στην ουσία ο πέμπτος) μέχρι που αποφασίζει να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο COIN COIN. Συνθέτει λοιπόν τη μουσική και ταξιδεύει στο Μόντρεαλ, όπου στήνει μία ομάδα 16 μουσικών, με μεγάλο εύρος οργάνων: πιάνο, τύμπανα, δύο μπάσα, πέντε χάλκινα πνευστά, ένα ξύλινο (το αρμένικο doudouk), ένα μουσικό πριόνι, ένα τρίο εγχόρδων, κιθάρα και φωνητικά. Μέσα σε αυτούς κι ο μπασίστας Thierry Amar –μέλος, μεταξύ άλλων, του κουαρτέτου Black Ox Orkestar, το οποίο, τραγουδώντας στα Yiddish, εξερευνά τις απολήξεις του δικού του παρελθόντος. Και κάπου εκεί μπαίνει στο όλο κόλπο και η εβραϊκή παράδοση. Σημείο συνάντησης, ο βίαιος ξεριζωμός και τα φαντάσματα ενός μακάβριου παρελθόντος. «I speak memory», λέει η Roberts και συνεχίζει: «I shout her-his-story, I envision our dream».

Στάση πέμπτη: Gens De Couleur Libres
Free people of color, στα Αγγλικά: έτσι αποκαλούσαν κάποτε τους απελευθερωμένους από τα δεσμά της σκλαβιάς Νέγρους, έτσι τιτλοφορεί και το πρώτο κεφάλαιο του COIN COIN project η Matana Roberts. Και το ηχογραφεί στο Hotel2Tango, το στούντιο όπου δημιουργήθηκαν όλα τα διαμάντια της Constellation –live και μάλιστα με κοινό καμιά τριανταριά ανθρώπων. Και καταφέρνει να σμίξει όλα τα παραπάνω ερεθίσματα με περίτεχνες συνθέσεις και με έξυπνες ενορχηστρώσεις. Κυρίαρχο στοιχείο, μία τζαζ με χαλαρές δομές και με αβίαστη (μα περιπετειώδη) ροή που βοηθάει τον αφηγηματικό χαρακτήρα του δίσκου. Η Roberts εξιστορεί πατώντας πάνω της, ενώ στο παιχνίδι μπαίνουν διάσπαρτες οι πολλές και διαφορετικές πτυχές της τζαζ, τις οποίες η Roberts χρησιμοποιεί ως εφαλτήρια. Χτίζεται έτσι μια μουσική γλώσσα που ξεκινά από την AACM και τις free προεκτάσεις της και φθάνει στην εποχή πριν το bop, στις μεγάλες ορχήστρες του σουίνγκ ή και ακόμα πιο πριν, τότε που τα holler των φυτειών μετασχηματίζονται σε μπλουζ.
 
Η free τζαζ του εναρκτήριου “Rise”, το πολυδιάστατο “Kersaia”, η εξάλεπτη ελεγεία του “Lulla/bye”, μοιάζουν από μόνα τους ικανά να προσδώσουν αξία στον δίσκο. Τα σημαντικά όμως βρίσκονται αλλού. Καταρχάς, στον φόρο τιμής της Roberts στον Oscar Brown Jr. Μεταφράζει το ποίημά του “Bid ’Em In” (“Libation for Mr. Brown: Bid ’Em In” ο πλήρης τίτλος) σε ένα δεκάλεπτο ρυθμικό holler και το παίρνει στις πλάτες των φωνητικών της χορδών (με μόνη συνοδεία κάποια χορωδιακά), πριν εισάγει έξυπνα την υπόλοιπη ορχήστρα για το εξιλεωτικό τζαζ τελείωμα. Τραγουδώντας τις τραυματικές εμπειρίες των σκλάβων –μέσω των στίχων του Brown– η Roberts αποκρυσταλλώνει με τον καλύτερο τρόπο την συνολική θεματική της.

Κορυφαία όμως σύνθεση είναι μάλλον η δεύτερη του δίσκου, το “Pov Piti”, το οποίο ξεκινά με τις παραστατικές κραυγές απόγνωσης της Roberts υπό τα συνεχή δραματικά γεμίσματα του συνόλου (σχεδόν) της μπάντας, συνεχίζει ως ακραιφνές δείγμα της τζαζ παράδοσης που εκπροσωπεί η δημιουργός και καταλήγει με το τρίο των εγχόρδων να μας συστήνει τα φαντάσματα της πρόσφατης εβραϊκής ιστορίας. Ακολουθεί το “Song For Eulalie”, συνεχίζοντας στο εβραϊκό ηχητικό περιβάλλον –αν και σε μία λιγότερο δραματική εκδοχή του– για να φτάσει στην free jazz έπειτα από ένα μακρύ διάστημα μεταξύ σιωπής και αυτοσχεδιαστικής αναγέννησης.

Όπως ίσως καταλάβατε, το Gens De Couleur Libres είναι μια ηχητική περιπλάνηση. Η Matana Roberts συνδέει ουσιαστικά σημεία του χωροχρόνου, τους ήχους και τις παρηχήσεις τους. Και δημιουργεί μια γλώσσα που ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στον πόνο και στην ελπίδα, στο σκοτάδι και στο φως, στον λυρισμό και στην απλότητα. Έναν δίσκο που, αν και διαθέτει ικανότατο καλλιτεχνικό εκτόπισμα, δεν ξεχωρίζει τελικά για αυτό. Σημασία βλέπετε εδώ έχει η μνήμη και ό,τι μπορεί κανείς να αποκομίσει σκαλίζοντάς την.


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured