Υποδεχόμενος για τρίτη φορά τη βαμπιρέσα Amy Lee και τη νέα έκφανση της μπάντας της, δεν περίμενα πολλά πράγματα είναι η αλήθεια. Άλλωστε ένα ομώνυμο άλμπουμ αυτο-αναφορικής φύσεως με προδιέθετε περισσότερο για τακτικές επανα-προώθησης εξασθενισμένου στην αγορά προϊόντος, παρά για κατάθεση αναγεννημένης και ειλικρινούς καλλιτεχνικής πρότασης. Επιπλέον, ο έντονα εμπορικός χαρακτήρας και η μαζική απήχηση της μουσικής των Evanescence αφήνει αρκετά περιθώρια για τη δημιουργία κλίματος καχυποψίας, πόσο μάλλον όταν ο αποδεκατισμός της –από καιρό Fallen– σύνθεσης του συγκροτήματος (λόγω «δημιουργικής φύσεως» διαφωνιών) αφήνει από μόνος του ερωτηματικά για την εν έτει 2011 παρουσία του...
Όπως και να έχει η κατάσταση, στα ενδότερα της συνοδευτικής αρμάδας της Amy Lee –και ανεξάρτητα από το ποιοι μουσικοί απαρτίζουν πλέον τους Evanescence– γεγονός είναι ότι ο ήχος παραμένει πιστός στα προ (σχεδόν) δεκαετίας πρότυπα. Κάτι που σαφώς θα χαροποιήσει τους οπαδούς τους, αλλά θα αφήσει ασυγκίνητους όσους εξ’ αρχής αρνήθηκαν να υποκύψουν στην όποια σκοτεινή γοητεία της κυρίας Lee. Η τελευταία, εκφράζοντας σε συνέντευξή της τη μεγάλη αγάπη της για το συγκρότημα του οποίου ηγείται –ή μάλλον της όλης ιδέας που εμπεριέχεται στο brand name αυτού– και αναλογιζόμενη την πενταετή της απουσία από τα πράγματα, δίνει ρέστα ερμηνευτικά, πάντα βέβαια στα πλαίσια της γνώριμης goth rock φόρμας.
Αναλαμβάνει λοιπόν δράση η Amy Lee, τοποθετώντας εξαιρετικής δυναμικής φωνητικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του δίσκου. Δίνει εμφανώς τον καλύτερό της εαυτό εδώ, τραγουδώντας με υπερ-πομπώδη, δραματικό στόμφο και με έντονη θεατρικότητα. Επιτήδευση σαφέστατα εμφανής, ελάχιστα όμως ενοχλητική τελικά, εφόσον διατηρείται μέσα στα πλαίσια που θέλει να εξυπηρετήσει. Τόσο το δυνατό “What You Want” στην έναρξη, όσο και τα “My Heart Is Broken”, “Sick” και “Oceans” στη συνέχεια, εξυπηρετούνται στο έπακρο από τη βοκαλιστική ομοβροντία την οποία φέρνει στο προσκήνιο η 30χρονη τραγουδοποιός.
Πού στέκεται όμως το ευρύτερο μουσικό περιεχόμενο του νέου δίσκου των Evanescence; Σε ποιον βαθμό αναδεικνύει την υπερπροσπάθεια της Amy Lee και κατά πόσο έχουν εκλείψει οι φθηνές nu-metal πρακτικές του παρελθόντος; Αιχμηρότερο ανά διαστήματα μα γενικοφανές ηχητικά αποδεικνύεται το κιθαριστικό κομμάτι, από το οποίο σχεδόν απουσιάζουν τα τεράστια ριφ που θα εκτόξευαν τα τραγούδια, ενώ το ρυθμικό μέρος εκτελεί το ελάχιστο προαπαιτούμενο ζητούμενο χωρίς εκπλήξεις. Η παρουσία όμως ορχηστρικών επικαλύψεων, πιανιστικών γεμισμάτων και ηλεκτρονικών στιγμών (βλέπε “Swimming Home”) γεμίζει τον ήχο του δίσκου και παρέχει την απαραίτητη επική διάσταση που χρειάζονται οι υπερωρίες της Amy Lee στο μικρόφωνο, προκειμένου ν’ ανθίσουν.
Αποτέλεσμα έτσι υπέρμετρα δραματουργικής αντιμετώπισης τετριμμένων στην πλειοψηφία τους θεμάτων, το Evanescence λειτουργεί ακριβώς όπως το ήθελε η δημιουργός του. Επιτυγχάνει στον ρόλο του συνδετικού κρίκου με ό,τι έχει προηγηθεί ενώ επανασυστήνει τη μπάντα στο κοινό, προτιμώντας να τιμήσει τις συμβάσεις του παρελθόντος παρά να επιδιώξει κάτι το, έστω και ελαφρώς, νεωτεριστικό. Είναι επιτακτικά αναγκαίο για την Amy Lee να δώσει περισσότερο δημιουργικό χώρο στους εκάστοτε μουσικούς που την συνοδεύουν και να γίνει πιο επιλεκτική στην επιλογή αυτών. Έως ότου συμβεί κάτι τέτοιο, οι Evanescence θα συνεχίσουν να βασίζονται στη φωνή της και μόνο.