Δεν μπορώ ούτε καν να φανταστώ πώς είναι να ξεκινάς να παίζεις πιάνο στα 3 σου και να δίνεις το πρώτο σου κονσέρτο στα 6. Σίγουρα πάντως, ακριβώς όπως και η Khatia Buniatishvili, δεν πιστεύω σε θαύματα ή σε παιδιά-θαύματα. Ασφαλώς και δεν παίζει το περιβάλλον (μόνο του) ρόλο στο τι γίνεται ένας άνθρωπος –ευτυχώς ή δυστυχώς απαλλαχθήκαμε από τον μύθο της tabula rasa. Όμως δεν φτάνουν όλα τα παιδιά που ξεκινάνε από τόσο μικρή ηλικία σε κάποιο όργανο να γίνονται μουσικοί τέτοιου βεληνεκούς, όπως η 24χρονη Γεωργιανή. Πέρα από το νεφελώδες και μαγικοθρησκευτικό ταλέντο, τέτοια πράγματα προϋποθέτουν πολλή δουλειά.
Η Κάτια Μπουνιατισβίλι, όπως είναι η σωστή προφορά του ονόματός της στα Ελληνικά, έχει όλα τα απαραίτητα φόντα ώστε να γίνει το next big thing στον κλασικό κόσμο. Δανείζομαι τον όρο από τη mainstream βιομηχανία, γιατί η Buniatishvili μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε pop icon και να την αγκαλιάσουν και εκείνα τα ακροατήρια τα οποία δεν ακούνε μεν κλασική μουσική, αλλά κατά καιρούς καθιστούν εισπρακτική επιτυχία κάποιο soundtrack (βλ. Αμελί) ή κάποια ορχηστρική σύνθεση που μαθαίνουν μέσω π.χ. μιας διαφήμισης (βλ. το “Flower Duet” του Leo Delibes, που μπήκε σε διαφημιστικό της British Airways). Εύκολα τη φαντάζομαι να κατατροπώνει τη Vanessa Mae στο ίδιο της το παιχνίδι, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να στρέψει την προσοχή μακριά από τα κλασικά έργα, επιστρατεύοντας π.χ. beats δίπλα στον Μπαχ ή βιντεοκλίπ με βιολίστριες να παίζουν φορώντας βρεγμένα κολλητά μπλουζάκια –αρκεί η νεανική της φρεσκάδα, η λάμψη της εμφάνισής της και η εκπληκτική της δεξιοτεχνία στο πιάνο.
Ακούγοντας τις παρούσες, απολαυστικές, εκτελέσεις της Buniatishvili στον Liszt, καταλαβαίνεις απόλυτα το ανατέλλον που τη διακρίνει ως μουσικό, αυτό που την οδήγησε σε χρόνο dt από τη «new generation» του τρίτου προγράμματος του BBC σε ένα συμβόλαιο με τη Sony Classical. Στον υπό συζήτηση δίσκο λάμπει εκτυφλωτικά, μέσω των δαχτύλων της, η πεμπτουσία της κλασικής μουσικής: η δύναμη δεδομένων έργων (αξιοσέβαστης μάλιστα ηλικίας) να αποκτήσουν φρέσκια ζωή μέσω μιας νέας εκτέλεσης.
Πείθεσαι έτσι να ξαναδείς με άλλο μάτι γνωστά κομμάτια σαν το “Mephisto Waltz No. 1: The Dance In The Village Inn” ή το “Sonata B Minor”, μπαίνεις στον πειρασμό να θεωρήσεις ότι είχαν κρυμμένες γωνίες με τις οποίες δεν είχες ως σήμερα εξοικειωθεί, φτάνεις να πιστέψεις ότι ίσως δεν γνωριζόσουν με την ποιητικότητα του Λιστ όσο καλά νόμιζες –ιδίως ακούγοντας τις συναισθηματικές εκρήξεις της Buniatishvili στο “Liebestraum-Notturno No. 3” ή το τι κάνει στο “La Lugubre Gondola No. 2”, το οποίο αποδίδει με μια σπαρτιατική μελαγχολία, απίστευτα αποτελεσματική στη μετάδοση του θρηνητικού, επικήδειου χαρακτήρα της σύνθεσης (ο Λιστ την έγραψε για τον θάνατο του Ριχάρδου Βάγκνερ, συζύγου της κόρης του).
Κάνοντας λογοπαίγνιο με την ηχώ του ονόματος του Λιστ στα ελληνικά μιας και έχει φτάσει η εποχή των...λιστών με τα καλύτερα της χρονιάς, εδώ έχουμε έναν δίσκο ο οποίος μπαίνει με τα τσαρούχια σε ένα τέτοιο top. Τέτοια είναι η δυναμική του ταμπεραμέντου της Buniatishvili και η συναισθηματική δύναμη των αναγνώσεών της στον λαμπρό Ούγγρο συνθέτη του 19ου αιώνα. Ο μόνος λόγος που δεν θα δείτε τελικά εκεί το άλμπουμ είναι ότι οι περισσότεροι μουσικογραφιάδες (εμ)μένουν στη (συνήθως ποπ/ροκ) ασφάλειά τους, στρουθοκαμηλίζοντας απέναντι στο όλον της μουσικής και προσποιούμενοι τους πολυσυλλεκτικούς επειδή ακούσανε τη νέα Tori Amos να τα βάζει με τον Σατί υπό την αιγίδα της Deutsche Grammophon ή τον Villalobos να μπαίνει στα χωράφια της ECM.