Είναι πλέον γεγονός: οι Opeth αποδεσμεύτηκαν πλήρως από τα μεταλλικά δεσμά και αγκάλιασαν με όλο τους το είναι την κληρονομιά της δεκαετίας του 1970, προσφέροντας έναν απενεχοποιημένο νεο-progressive rock δίσκο, στο φετινό (δέκατο) δισκογραφικό τους βήμα. Όπως πρόσφατα δήλωσε άλλωστε και ο ίδιος ο Mikael Akerfeldt, η νέα αυτή έκφανση της μπάντας τον κάνει να νιώθει «πιο εμπνευσμένος από ποτέ», μακριά από τα αγκύλια του μεταλλικού ιδιώματος.
Πρόκειται για κίνηση που, όσο κι αν έχει διχάσει το παραδοσιακό τους κοινό, ανδρώθηκε στον βόρβορο του Blackwater Park και σταδιακά κατόπιν απομακρύνθηκε από το γνώριμο ομιχλώδες περιβάλλον με τις ηλεκτρισμένες κιθάρες και τους κοχλάζοντες βρυχηθμούς. Την ίδια όμως στιγμή, το Heritage δεν ξεχνάει από πού προήλθε. Το τονίζει στο υπέρμετρα φορτωμένο συμβολισμούς εξώφυλλό του: το δέντρο των Opeth θα έχει για πάντα τις ρίζες του βαθιά θαμμένες στα χώματα του σκανδιναβικού death metal. Παρ’ ολ’ αυτά δεν υπάρχει χρόνος για πισω-κοιτάγματα στον κόσμο του Akerfeldt και της παρέας του –μόνο θαρραλέα βήματα προς τα εμπρός. Και το Heritage είναι ακριβώς αυτό.
Στο πλαίσιο τούτο υπάρχουν βέβαια και απώλειες. Όπως αυτή του Per Wiberg λ.χ., ο οποίος καταθέτει εδώ το κύκνειο άσμα του ως μέλος των Opeth, μετά από (περίπου) οχτώ χρόνια συνεργασίας. Ως «αντίο», δίνει πάντως τον καλύτερό του εαυτό πίσω από τα keyboards, προσφέροντας στο νέο πόνημα των Σουηδών μια γλυκόπικρη εσάνς σκοτεινού ρομαντισμού, έκδηλου από το εισαγωγικό κιόλας κομμάτι. Αίσθηση που ποτέ δεν την ακούς να σβήνει στα 58 λεπτά διάρκειας της Κληρονομιάς, παρά μόνο να ενισχύεται π.χ. με ισπανόφωνους κιθαρισμούς (“I Feel The Dark”), με απόκοσμα σόλο από φλάουτο (“Famine”), με dark jazz αυτοσχεδιασμούς (“Nepenthe”) και βέβαια με τον, πανταχού παρών, λυγμό του Akerfeldt.
Ο τελευταίος ολοκληρώνει εδώ τον εξωραϊσμό της growl βοκαλιστικής, παραδίδοντας μόνο «καθαρά» φωνητικά. Και πολύ σωστά πράττει, από τη στιγμή που κινείται πλέον σε prog rock μονοπάτια. Η καλλιτεχνική ωρίμανση του ίδιου καθώς και του σχήματος του οποίου ηγείται είναι πασιφανής. Ο αριστοτεχνικός τρόπος σύνδεσης της folk παράδοσης της Σουηδίας με τα tribal progressive ηχοτοπία της 1970s εποποιίας στέκει ως ένα ακόμα δείγμα της πολύπλευρης μουσικής κατάρτισης των Opeth. Ικανότητα που εδώ μεταφράζεται σε ένα άλμπουμ ηχητικά πολυσυλλεκτικό, ένα «ντεμπούτο» (ουσιαστικά) μιας νέας, δεύτερης φάσης για αυτούς.
Ως τέτοιο «ντεμπούτο», το Heritage των Opeth έχει και τις αδυναμίες του –πόσο μάλλον όταν προηγούνται αυτού 15 μεταλλικά χρόνια. Έτσι, μέσα στο πλήθος αναφορών και προελεύσεων, διακρίνονται εδώ κι εκεί ρωγμές και ασυνέχειες, διαμορφώνοντας ένα άνισο κατά στιγμές αποτέλεσμα. Η υπερβολική επίσης χρησιμοποίηση της soft/loud δυναμικής κουράζει, μην οδηγώντας κάπου τις μετέωρες συνθέσεις του δεύτερου ειδικά μισού του άλμπουμ. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ορισμένα τραγούδια (όπως το “Haxprocess” για παράδειγμα) φαντάζουν περισσότερο ως συρραφή ιδεών παρά, ως αυτόνομες στιγμές.
Αφιερώνοντας λοιπόν τον νέο τους δίσκο στην κληρονομιά που τους μετέτρεψε σε ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα μουσικά σχήματα, οι Opeth κάνουν ένα καινούργιο, γενναίο ξεκίνημα χωρίς λεπτό να χάνουν τον χαρακτήρα τους. Και αν δεν με γελάσουν κυκλοφορώντας μια απόλυτα μαύρη θανατίλα σε κανα-δυο χρόνια από τώρα, σε αυτά τα μονοπάτια θαρρώ πως θα τους παρακολουθούμε να κινούνται εφεξής. Μάρτυς μου του Σατανά η Ορχιδέα!