Dig It To The End: οι Tonbruket κάνουν επίκληση στην επιμονή του ακροατή τους με τον πιο εύγλωττο τρόπο. Δώσε βάση, σου λένε, «σκάψε» μέχρι το τέλος. Άκουσε και θα σου δοθεί...

Για να λέμε βέβαια και του στραβού το δίκιο, τούτος ο δεύτερος δίσκος του σουηδικού κουαρτέτου δεν είναι δα και τόσο δύσβατος για να απαιτεί την επίμονη ακρόαση. Δεν εντάσσεται βεβαίως στην κατηγορία easy listening (η οποία συνήθως οδηγεί στα γνωστά τρία α: άχρωμο, άοσμο, άγευστο), δεν είναι όμως ούτε και η αβανγκαρντίλα που –όσο να ναι– πρέπει να φέρει τις σβούρες τις (στο player και στο κεφάλι σου) για να τη νιώσεις. Το Dig It To The End των Tonbruket δύναται να σου δοθεί, ακόμα και αν δεν φθάσεις σε αυτό το τέλος (ποιο μπορεί να είναι ένα τέτοιο τέλος, έγκειται ασφαλώς στο αυτί του καθενός). Γεγονός πάντως παραμένει πως όσο βαθύτερα φθάνεις, όσο περισσότερο ακούς, τόσο πείθεσαι ότι πρόκειται για ένα ακόμα από τα πολλά διαμαντάκια τα οποία έχει βγάλει η σκανδιναβική χερσόνησος.

Κεντρική φιγούρα στους Tonbruket είναι ο Dan Berglund. Με δεκαπενταετή «ένσημα» σε ένα από τα σημαντικότερα τρίο της σύγχρονης ευρωπαϊκής τζαζ, αυτό του Esbjörn Svensson, είναι μάλλον ο άνθρωπος με τις περισσότερες παραστάσεις. Το 2008 –όταν ο απροσδόκητος θάνατος του φίλου και συνοδοιπόρου Svensson έφερε και το οριστικό τέλος του τρίο– ο Berglund βρέθηκε στην περίεργη θέση της αναζήτησης της επόμενης μέρας. Έπειτα από δυσθυμίες και αμφιταλαντεύσεις, βρέθηκε λοιπόν με τον παλιόφιλο Johan Lindström (ο οποίος και υπογράφει τις περισσότερες συνθέσεις των Tonbruket) και άρχισαν να σκέφτονται τη δημιουργία ενός νέου σχήματος. Φώναξαν κατόπιν τον κιμπορντίστα των Soundtrack Of Our Lives, Martin Hederos και τον ντράμερ Andreas Werliin (εσχάτως εμπλεκόμενος σε πειραματικές μπάντες τύπου Fire! ή σε ενδιαφέροντες δίσκους όπως το Noble Beast του Andrew Bird) και, κάπως έτσι, γεννήθηκαν οι Tonbruket. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Tonbruket στα σουηδικά σημαίνει κάτι σαν «τονικό εργαστήρι».

Αυτό το ποικιλόμορφο φόντο αφήνει αναπόφευκτα το αποτύπωμά του στη μουσική ιδιοσυγκρασία του κουαρτέτου. Οι Tonbruket έχουν σίγουρα μία αύρα από τη νέο-τζαζ των E.S.T., απέχουν όμως πολύ από το να χαρακτηριστούν συνεχιστές τους. Οι κιθάρες του Lindström (ακουστική, ηλεκτρική και steel) απ’ την άλλη, προσδίδουν έναν αμερικάνικο φολκ ή και ροκ αέρα, το σύνολο όμως δεν περιορίζεται ούτε εκεί. Για να μην πολυλογώ, το Dig It To The End είναι πολυσυλλεκτικός δίσκος, από εκείνους που ο μόνος μονολεκτικός όρος που μπορεί να τους ταιριάξει, είναι το fusion. Από τα εναρκτήρια εννιά λεπτά του “Vinegar Heart” καταλαβαίνεις ότι έχεις να κάνεις με μία μπάντα η οποία δεν μπαίνει εύκολα σε καλούπια. Ξεκινώντας δυναμικά, το κομμάτι μοιάζει να κλείνει το μάτι προς τη γειτονική Νορβηγία και τους Jaga Jazzist, μέχρι όμως να κάνεις τον συνειρμό η ένταση αποσύρεται και την πρωτοκαθεδρία κερδίζουν οι μακρόσυρτες φράσεις της steel κιθάρας του Lindström. Ώσπου φθάνει το τελευταίο τρίλεπτο και το αρχικό θέμα επαναλαμβάνεται, τούτη την φορά όμως υπό έντονη ψυχεδελική επίδραση. Παρόμοια πορεία ακολουθεί και το “Trackpounder”, αν και με διαφορετικά εργαλεία και με λιγάκι πιο ροκ διάθεση.

Στην αντίπερα όχθη, υπάρχουν τα “Lighthouse” και “Gripe”, τα οποία φέρνουν στον νου τους πρώιμους μινιμαλιστές των αρχών του 20ου αιώνα ή το “Decent Life”, μια σύνθεση σε ήπιους τόνους, που ξεκινάει ως ιδιόμορφο φολκ, για να καταλήξει σε ένα νεωτερικό είδος πιανιστικής τζαζ. Εάν τα παραπάνω δεν σας φαίνονται ότι θεμελιώνουν επαρκώς την πολυσυλλεκτικότητα του δίσκου, μπορούμε να συνεχίσουμε με τους σχεδόν μηχανικούς (τείνοντες στο kraut) ρυθμούς του Werliin, στους οποίους στηρίζεται το ποπ/νέο-τζαζ μείγμα του “Balloons”, στην americana του “Lilo”, στο πολυεπίπεδο σκανδιναβικό boogie του “Dig It To The End” ή στην αγνή ψυχεδέλεια που εκπέμπει η ακουστική κιθάρα του Lindström στο εξαιρετικό “Grandma’s Haze”.

Το ενδιαφέρον με όλο αυτό το πολύχρωμο πάζλ επιρροών και αντηχήσεων, είναι ότι δεν καταλήγει να γίνει ένας μουσικός πύργος της Βαβέλ. Το όλο πράγμα δένει και μάλιστα δένει πολύ ευχάριστα. Θέλετε λόγω εμπειρίας, λόγω ταλέντου ή λόγω ικανότητας, θέλετε λόγω όλων των παραπάνω, το κουαρτέτο των Tonbruket καταφέρνει βάλει την προσωπική του σφραγίδα στο αποτέλεσμα. Όσο Tonbruket είναι οι ήρεμες και μελωδικές στιγμές του “Decent Life” ή του “Gripe” για παράδειγμα, άλλο τόσο είναι και το groove του “Dig It To The End” ή του “Vinegar Heart”.

Η συνεκτικότητα του ηχογραφήματος προκύπτει ίσως από την προσέγγιση του καθενός μουσικού ξεχωριστά –μία προσέγγιση που μάλλον εντάσσεται στην τζαζ, δίχως απαραίτητα τα παιξίματα να ανήκουν εκεί, από την υποταγή της μονάδας στο σύνολο, από τους χώρους τους οποίους ανοίγει ο ένας στον άλλο. Ο δίσκος εμπεριέχει τόσες πολλές και διαφορετικές ιδέες κι όμως αναπνέει με άνεση και σιγουριά, δεν γίνεται ποτέ φλύαρος. Ίσως, από την άλλη, να μην γίνεται και ποτέ συγκλονιστικός βέβαια –βρίσκει πάντως έναν διακριτικό τρόπο να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός. Επιπροσθέτως χαρίζει στους Tonbruket μία σαφέστερη ηχητική τοποθέτηση και μία βαθμιαία βελτίωση σε σχέση με το (επίσης ενδιαφέρον) ντεμπούτο τους. Τους πηγαίνει, με άλλα λόγια, από το καλό στο καλύτερο…

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured