Τα προηγούμενα χρόνια, μέσω του πλέον αφοσιωμένου στη μπάντα ιστοτόπου screamingtrees.net, γίναμε μάρτυρες και καταγραφείς (στον σκληρό μας δίσκο) μερικών τραγουδιών που μπήκαν κάτω από την ταμπέλα του «χαμένου δίσκου» των Screaming Trees. Προσοχή! Δεν μιλάμε για τα τραγούδια της συλλογής Ocean Of Confussion (όνομα και πράγμα, μιας και δεν υπήρχε καμία αισθητική συνοχή). Η κουβέντα μας είναι περί των τραγουδιών που αποτελούσαν τον κορμό του δίσκου που οι Screaming Trees ηχογράφησαν στα τέλη των 1990s, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν εκ νέου συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική (μιας και το ανάλογο με τη Sony/Epic είχε τελειώσει και δεν είχε ανανεωθεί). Μάλιστα η μπάντα είχε δώσει κι ένα σόου στο Λος Άντζελες με προσκεκλημένους αποκλειστικά μέλη δισκογραφικών και δημοσιογράφους: όπως απέδειξε η ιστορία, δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα.
Να λοιπόν που σε μια μετακόμιση και στα σωθικά μιας κούτας ο –καταπληκτικός ντράμερ κι ένας από τους ωραιότερους άντρες που ανέδειξε το grunge– Barrett Martin ανακάλυψε τα αρχεία αυτών των ηχογραφήσεων και, μετά από επεξεργασία, τα παρέδωσε φέτος τον Αύγουστο σε ηλεκτρονική κυκλοφορία (σε δίσκο ακτίνας και βινύλιο το υλικό ακόμα αναμένεται). Η δημοσίευσή τους ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία κι αυτό πιθανώς έχει να κάνει με το γεγονός το ότι τα μέλη των διαλυμένων πια Screaming Trees δεν ήθελαν να σκοτιστούν με την τετριμμένη ερώτηση περί επανασύνδεσης. Χαρακτηριστικά αυτής της στάσης είναι δύο στοιχεία, τελείως διαφορετικής προέλευσης: αφενός υπάρχει υποσημείωση διάψευσης της όποιας τέτοιας πιθανότητας στο συνοδευτικό δελτίο τύπου του άλμπουμ, αφετέρου –όταν την Άνοιξη του 2007 επικοινώνησα προσωπικά με τον Martin στα πλαίσια ενός ντοκιμαντέρ που στηνόταν για τη μπάντα– μου δήλωσε σαφώς: «Δεν δίνω πια συνεντεύξεις σχετικά με τους Screaming Trees». Αντιθέτως, τα αδέλφια Conner και ο μοναχικός λύκος είχαν απαντήσει θετικά, αν και με επιφυλάξεις.
Προξενεί λοιπόν μια μικρή απορία, όπως και να έχει, η κίνηση αυτής της έκδοσης μιας και δεν μιλάμε για αποκαΐδια ηχογραφήσεων τα οποία ξέμειναν στα ράφια κάποιας σαρκοβόρας δισκογραφικής –κάτι που έγινε π.χ. με τα outtakes τους, που συμπεριλήφθηκαν στο (Sony) best of πριν μερικά χρόνια. Μάλλον επίσης δεν έχει να κάνει με το ότι οι πρώην Screaming Trees ξέμειναν από φράγκα, ούτε σχετίζεται με την καλλιτεχνική αστοχία τους: ο καθένας έχει –με διαφορετική βέβαια αποδοχή– τη δική του πορεία. Περισσότερο πιστεύω σχετίζεται με το ότι ο χρόνος, όπως σωστά έχουν τραγουδήσει στο Change Has Come EP, έχει τη δική του μέθοδο ίασης πληγών και αντιμαχιών. Το καλό είναι πάντως ότι εδώ έχουμε μια ολοκληρωμένη κυκλοφορία, μια ολοστρόγγυλη ηχητική πρόταση η οποία –ασχέτως αν δεν βρήκε τον στόχο της στο παρελθόν– βρίσκεται εδώ αυτήν τη στιγμή και κάνει ευτυχισμένους όλους εμάς τους θιασώτες του συγκροτήματος από το Ellensburg.
Στα χέρια μας βέβαια δεν έχουμε κάποιο χαμένο αριστούργημα. Ακούμε όμως υλικό που στέκει χωρίς τις παραφυάδες της νοσταλγίας και παράλληλα καθιστά σαφές γιατί δεν έγινε τότε δεκτό από τους ιθύνοντες των δισκογραφικών. Το Last Words: The Final Recordings περιέχει ηχητικό λόγο που, αν και διατρανώνει για ακόμα μία φορά την προσωπική γραφή των Screaming Trees, την ίδια στιγμή δεν είχε μεγάλο εμβαδόν να καταλάβει στο διάσελο της νέας χιλιετίας. Θυμηθείτε ότι ακόμα και οι κραταιοί Pearl Jam βρίσκονταν σε ύφεση εκείνη την εποχή και χρειάστηκε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους μέσω του American Songbook –το ίδιο δε συνέβαινε και με άλλες κορυφαίες μπάντες, όπως τους Mudhoney. Θα χρειαζόταν η έλευση της εκ νέου ανακαλυφθείσας folk και η αποδοχή της country από τους εναλλακτικούς κύκλους μέσω του θανάτου του Johnny Cash για να επανεξετάσει ο Αμερικανός –πρωτίστως– τη ρίζα και τα τριχίδια αυτής.
Στο Last Words: The Final Recordings δεν θα ακούσετε από τους Screaming Trees κάτι που δεν είχε ήδη φανεί σαν στοιχείο στην προγενέστερη δισκογραφία τους, είτε για το υπέροχο Uncle Anesthesia μιλάμε, είτε για το Dust, όπου ο Chris Tsangaridis κατάφερε να τους κάνει να ακούγονται ως απότοκα του Nick Cave εποχής Henry’s Dream. Και το ότι ο Lanegan είχε ήδη ξεκινήσει προσωπική πορεία θα το καταλάβετε σε τραγούδια όπου η φωνή του ξεφεύγει σε νότες τις οποίες ανακάλυψε παράλληλα με την πορεία του με τα υπόλοιπα Δέντρα, ακριβώς επειδή αυτή η μπάντα ήταν αποτέλεσμα ομαδικής συ(γγ)ραφής, αντίθετα με ό,τι ψιθυρίζουν διάφορα μειράκια τα οποία ουσιαστικά ανακάλυψαν τους Ελενσμπουργκιανούς με το grunge. Το επίσης ενδιαφέρον είναι ότι οι ξεχασμένες από τα 1980s garage rock γραμμές στα ακόρντα του Conner εδώ βρίσκουν μερικές γλάστρες να ποτίσουν ακόμα. Αλλά το πλέον περίεργο στον συγκεκριμένο δίσκο είναι τελικά το παίξιμο του Martin στα τύμπανα, μιας και χαρακτηρίζεται από μια κρατημένη διάθεση και (Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου) από έλλειψη φαντασίας –φράση που από μόνη της έρχεται σε αντίθεση με τούτον τον δυναμικό μπατερίστα.
Δεν υπάρχει πάντως περίπτωση, αν είσαστε True Trees –όπως ονομάζονται οι φανατικοί της μπάντας– να μην κολλήσετε με αυτόν τον δίσκο για κανα-δυο ντουζίνες μέρες. Εμπεριέχει όλα τα καλά τους στοιχεία και ας μην είναι καμία σύνθεση ικανή να μπει στο ιδεατό best of τους. Τσακισμένοι έρωτες, άνθρωποι που κοιτούν πίσω στη ζωή τους, ακόρντα τα οποία κάνουν τους Blue Oyster Cult να χαμογελούν, τα κλασικά διπλά φωνητικά όπου ο Lanegan ντουμπλάρει τον εαυτό του –όλα θα τα βρείτε εδώ. Για να δανειστώ τη φράση του Αιμίλιου Κατσούρη όταν έγραφε για τον ογκόλιθο του αμερικάνου hard garage στα 80s (λέγε με Thee Fourgiven) και τον δίσκο Testify, θα πω ότι «είναι ένας δύσκολος δίσκος για να ξεμπερδέψεις μαζί του. Αλλά τελικά ξεμπερδεύεις».
Ξεμπερδεύεις από τα ερωτήματα σου για το ποιοι ήταν οι Screaming Trees μετά το Dust (οι ίδιοι καθώς βλέπουμε), όπως και από τα συναισθήματα: τα δάκρυα στερεύουν κάποια στιγμή για το τέλος αυτής της μπάντας, γιατί για όλα τα πράγματα στη φύση υπάρχει τέλος όταν η φθορά καταλαμβάνει τα θεμέλια ενός οικήματος. Το καλό είναι ότι οι ίδιοι δεν έδωσαν ποτέ αντιπαροχή το συγκεκριμένο οίκημα, αλλά φεύγοντας το ανατίναξαν με ζέση. Τουλάχιστον στα μάτια μας, όπως δείχνει αυτή η τελευταία κοραλένια σειρά τραγουδιών που μας παρέδωσαν με αυτόν τον τρόπο, μετά από τόσα χρόνια.