Ο John Maus θα απείχε ένα μόλις βήμα από την πανωλεθρία και την αποτύπωση με αμυδρές γραμμές στο συλλογικό υποσυνείδητο, αν το We Must Become The Pitiless Censors Of Ourselves δεν έβρισκε τον δρόμο του στη δική του ατομική συνείδηση και έκφραση. Θα έπεφτε πιθανώς στα δήθεν εκλεκτικά εναλλακτικά αζήτητα αν –μετά από τέσσερα χρόνια δισκογραφικής απουσίας και δύο δίσκους φύσει προπαρασκευαστικούς– παρήγαγε άλλον έναν της ίδιας ανολοκλήρωτης φύσης. Αλλά ο τρίτος δίσκος του έρχεται για να πολώσει όσα είχαν άτσαλα διασπαρθεί στα Songs και Love Is Real, όταν δηλαδή εκείνος ακόμα δεν ήξερε ούτε πού πατούσε, ούτε πού βρισκόταν. Σήμερα, ο μέχρι πρότινος πειραγμένος μουσικός παραμένει πειραγμένος, απλώνεται όμως χειροπόδαρα για να σκαρφαλώσει και να παρεμβάλει τον τελευταίο του δίσκο ανάμεσα στους πιο εκλεκτικούς των τελευταίων ετών.
Χωρίς φυσικά να μπορεί να μιλήσει κανείς για πρωτότυπη συνθετική συνδρομή στον συνολικό μουσικό χάρτη, ο John Maus καταφέρνει σ’ αυτόν τον δίσκο να διαφοροποιηθεί από την προϊστορία, οικειοποιούμενος απλές synth pop πρακτικές, τις οποίες εκτυλίσσει με το δικό του εμπλουτιστικό άγγιγμα. Στα έντεκα τραγούδια που φωνάζουν τον υπαρξιακό ακαδημαϊσμό του Αμερικανού, υπάρχει ικανός χώρος για μουσική με εντυπωτική δυναμικότητα, αφ' υψηλού αισθητική και εντατική επιχειρηματολογία. Πρακτικά, ο Maus έχει γραμμένο το οτιδήποτε μπορεί να περιέχεται σε όρους, όρια και περιεκτικές ονοματοδοσίες. Αδιαφορεί για την αποκλειστική υπαγωγή σε 1980s βαρύτονα φωνητικά καλουπώματα και σε αντίστοιχες μελωδικές πεπατημένες, αναμειγνύοντας τις τάσεις του αυτές με εκκλησιαστικού τύπου μεσαιωνικά και αναγεννησιακά μικροκύματα. Η ως τώρα χλωμή μουσική του δημιουργία, συναντά και αποφεύγει τις μπανάλ μπαρόκ διαστάσεις και δίνει χρώμα και ύφος σε μια σημερινή, ιδιότυπη και μινιμαλιστική ποπ, με οφθαλμοφανείς δυνατότητες διέλευσης σε οποιαδήποτε σκηνή ή ακροατήριο.
Το We Must Become The Pitiless Censors Of Ourselves βρίσκει λοιπόν τον John Maus να εγκαταλείπει άκομψα και χωρίς προειδοποίηση το δημιουργικό στάδιο της ψαγμένης μετριότητας (στο οποίο παραμένει ο συνοδοιπόρος του Ariel Pink) και να προσφεύγει σε προγραμματικές θέσεις ηχητικής διαχρονικότητας, χωμένες κάτω από (ακατέβατα) έντεκα προσηλυτιστικά τραγούδια και τόνους άκρατου reverb.